ψυκτήριος: Difference between revisions

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
(47c)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ία, -ον, Α [[ψυκτήρ]]<br />αυτός που παρέχει [[δροσιά]], [[δροσιστικός]].
|mltxt=-ία, -ον, Α [[ψυκτήρ]]<br />αυτός που παρέχει [[δροσιά]], [[δροσιστικός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ψυκτήριος:''' дающий тень, тенистый (δένδρεα Eur.).
}}
}}

Revision as of 12:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψυκτήριος Medium diacritics: ψυκτήριος Low diacritics: ψυκτήριος Capitals: ΨΥΚΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: psyktḗrios Transliteration B: psyktērios Transliteration C: psyktirios Beta Code: yukth/rios

English (LSJ)

α, ον,

   A cooling, ψ. πτερά, i. e. fans, Achae.10, cf. Hp.Loc.Hom.27.

German (Pape)

[Seite 1402] kühlend, abkühlend, erquickend, Hes. frg. 47, 8, wie Aesch. frg. 134 u. Eur. bei Ath. XI, 503 c, ὑποσκίοισιν εν ψυκτηρίοις.

Greek (Liddell-Scott)

ψυκτήριος: -α, -ον, ψυκτικός, δροσιστικός, ψ. πτερά, τὰ ῥιπίδια, Ἀχαιὸς παρ’ Ἀθην. 690Β.

Greek Monolingual

-ία, -ον, Α ψυκτήρ
αυτός που παρέχει δροσιά, δροσιστικός.

Russian (Dvoretsky)

ψυκτήριος: дающий тень, тенистый (δένδρεα Eur.).