ἐκπεπταμένως: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκπεπταμένως:''' επίρρ. Παθ. παρακ. του [[ἐκπετάννυμι]], υπερβολικά, ακόλαστα, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἐκπεπταμένως:''' επίρρ. Παθ. παρακ. του [[ἐκπετάννυμι]], υπερβολικά, ακόλαστα, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκπεπταμένως:''' [part. pf. к [[ἐκπετάννυμι]] безудержно, неумеренно (εὐφραίνεσθαι Xen.).
}}
}}

Revision as of 12:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπεπτᾰμένως Medium diacritics: ἐκπεπταμένως Low diacritics: εκπεπταμένως Capitals: ΕΚΠΕΠΤΑΜΕΝΩΣ
Transliteration A: ekpeptaménōs Transliteration B: ekpeptamenōs Transliteration C: ekpeptamenos Beta Code: e)kpeptame/nws

English (LSJ)

Adv., (ἐκπετάννυμι)

   A extravagantly, X.Cyr.8.7.7.

German (Pape)

[Seite 771] ausgelassen, εὐφραίνεσθαι Xen. Cyr. 8, 7, 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπεπταμένως: ἐπίρρ., (ἐκπετάννυμι) δαψιλῶς, μεγάλως, εὐφραίνεσθαι ἐκπεπταμένως Ξεν. Κύρ. 8. 7. 7.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec expansion, à cœur ouvert.
Étymologie: part. pf. Pass. de ἐκπετάννυμι.

Spanish (DGE)

adv. sobre el part. perf. de ἐκπετάννυμι claramente, abiertamente εὐφραίνεσθαι ἐ. X.Cyr.8.7.7.

Greek Monotonic

ἐκπεπταμένως: επίρρ. Παθ. παρακ. του ἐκπετάννυμι, υπερβολικά, ακόλαστα, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐκπεπταμένως: [part. pf. к ἐκπετάννυμι безудержно, неумеренно (εὐφραίνεσθαι Xen.).