ἐκπεπταμένως: Difference between revisions
From LSJ
Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐκπεπταμένως:''' επίρρ. Παθ. παρακ. του [[ἐκπετάννυμι]], υπερβολικά, ακόλαστα, σε Ξεν. | |lsmtext='''ἐκπεπταμένως:''' επίρρ. Παθ. παρακ. του [[ἐκπετάννυμι]], υπερβολικά, ακόλαστα, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐκπεπταμένως:''' [part. pf. к [[ἐκπετάννυμι]] безудержно, неумеренно (εὐφραίνεσθαι Xen.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:28, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv., (ἐκπετάννυμι)
A extravagantly, X.Cyr.8.7.7.
German (Pape)
[Seite 771] ausgelassen, εὐφραίνεσθαι Xen. Cyr. 8, 7, 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπεπταμένως: ἐπίρρ., (ἐκπετάννυμι) δαψιλῶς, μεγάλως, εὐφραίνεσθαι ἐκπεπταμένως Ξεν. Κύρ. 8. 7. 7.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec expansion, à cœur ouvert.
Étymologie: part. pf. Pass. de ἐκπετάννυμι.
Spanish (DGE)
adv. sobre el part. perf. de ἐκπετάννυμι claramente, abiertamente εὐφραίνεσθαι ἐ. X.Cyr.8.7.7.
Greek Monotonic
ἐκπεπταμένως: επίρρ. Παθ. παρακ. του ἐκπετάννυμι, υπερβολικά, ακόλαστα, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἐκπεπταμένως: [part. pf. к ἐκπετάννυμι безудержно, неумеренно (εὐφραίνεσθαι Xen.).