καλοδιδάσκαλος: Difference between revisions
ἀνιαρῶς τε φέρει τὴν τελευτὴν, καίτοι γε τὸν πρόσθεν χρόνον διαχλευάζων τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον, καὶ πρᾴως ἐπιτωθάζων → he bears death with grief, although in a former time he criticized, and mildly derided, those that were fearing death
(5) |
(2b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κᾰλοδιδάσκαλος:''' ὁ, [[δάσκαλος]] της αρετής, σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''κᾰλοδιδάσκαλος:''' ὁ, [[δάσκαλος]] της αρετής, σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καλοδιδάσκαλος:''' ὁ хороший наставник, учащий добру NT. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A teacher of virtue, Ep.Tit.2.3.
German (Pape)
[Seite 1312] ὁ, ein guter Lehrer, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰλοδιδάσκαλος: ὁ, διδάσκαλος ἀρετῆς, Ἐπιστ. π. Τίτον β΄, 3.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui enseigne le bien, professeur de vertu.
Étymologie: καλός, διδάσκαλος.
English (Strong)
from καλός and διδάσκαλος; a teacher of the right: teacher of good things.
English (Thayer)
καλοδιδασκαλου, ὁ, ἡ (διδάσκαλος and καλόν, cf. ἱεροδιδασκαλος, νομοδιδάσκαλος, χοροδιδάσκαλος), teaching that which is good, a teacher of goodness: Titus 2:3. Nowhere else.
Greek Monolingual
καλοδιδάσκαλος, ὁ (Α)
αυτός που διδάσκει την αρετή.
Greek Monotonic
κᾰλοδιδάσκαλος: ὁ, δάσκαλος της αρετής, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
καλοδιδάσκαλος: ὁ хороший наставник, учащий добру NT.