πυλόω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant

Source
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πῠλόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[πύλη]]), [[εφοδιάζω]], [[ασφαλίζω]] με πύλες, σε Ξεν. — Παθ. ασφαλίζομαι με πύλες, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''πῠλόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[πύλη]]), [[εφοδιάζω]], [[ασφαλίζω]] με πύλες, σε Ξεν. — Παθ. ασφαλίζομαι με πύλες, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''πῠλόω:''' снабжать воротами (τὸν Πειραιᾶ Xen.): πυλοῦσθαι πύλαις Arph. снабжаться воротами.
}}
}}

Revision as of 12:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠλόω Medium diacritics: πυλόω Low diacritics: πυλόω Capitals: ΠΥΛΟΩ
Transliteration A: pylóō Transliteration B: pyloō Transliteration C: pyloo Beta Code: pulo/w

English (LSJ)

   A furnish with gates, τὸν Πειραιᾶ X.HG 5.4.34:—Pass., to be so furnished, ἅπαντ' ἐκεῖνα πεπύλωται πύλαις Ar. Av.1158.

German (Pape)

[Seite 817] mit Thüren oder Thoren versehen; πεπύλωται πύλαις, Ar. Av. 1158; ἐπύλωσαν τὸν Πειραιᾶ, Xen. Hell. 5, 4, 34.

Greek (Liddell-Scott)

πῠλόω: ἐφοδιάζω, ἀσφαλίζω μὲ πύλας, τὸν Πειραιᾶ Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 34 - Παθητ. ἀσφαλίζομαι διὰ πυλῶν, ἅπαντα πεπύλωται πύλαις Ἀριστοφ. Ὄρν. 1158.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
fermer avec des portes, acc..
Étymologie: πύλη.

Greek Monotonic

πῠλόω: μέλ. -ώσω (πύλη), εφοδιάζω, ασφαλίζω με πύλες, σε Ξεν. — Παθ. ασφαλίζομαι με πύλες, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

πῠλόω: снабжать воротами (τὸν Πειραιᾶ Xen.): πυλοῦσθαι πύλαις Arph. снабжаться воротами.