προσεάω: Difference between revisions
From LSJ
(6) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προσεάω:''' μέλ. -εάσω [ᾱ], [[αφήνω]] να προχωρήσει περισσότερο [[κάποιος]], <i>τινά</i>, σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''προσεάω:''' μέλ. -εάσω [ᾱ], [[αφήνω]] να προχωρήσει περισσότερο [[κάποιος]], <i>τινά</i>, σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προσ-εάω verder laten gaan. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:32, 31 December 2018
English (LSJ)
A suffer to go further, μὴ -εῶντος ἡμᾶς τοῦ ἀνέμου Act.Ap. 27.7. 2 permit as well, PLond.5.1790.7 (v/vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 756] (s. ἐάω), dazu heranlassen, herankommen lassen, zugeben, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
προσεάω: ἀφίνω νὰ προχωρήσῃ τις περαιτέρω, μὴ προσεῶντος ἡμᾶς τοῦ ἀνέμου Πράξ. Ἀποστ. κζ΄, 7.
French (Bailly abrégé)
-εῶ;
permettre en outre.
Étymologie: πρός, ἐάω.
English (Strong)
from πρός and ἐάω; to permit further progress: suffer.
English (Thayer)
προσέω; to permit one to approach or arrive: R. V. text to suffer further; (cf. πρός, IV:2; Smith, Voyage and Shipwreck of St. Paul, 3rd edition, p. 78; Hackett at the passage)). Not found elsewhere.
Greek Monotonic
προσεάω: μέλ. -εάσω [ᾱ], αφήνω να προχωρήσει περισσότερο κάποιος, τινά, σε Καινή Διαθήκη
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-εάω verder laten gaan.