κακοεργία: Difference between revisions

From LSJ

ἴσον ἔχουσαν πατρὶ μένος καὶ ἐπίφρονα βουλήν (Hesiod, Theogony 896) → equal to her father in strength and in wise understanding (on Athena necklace)

Source
(5)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κᾰκοεργία:''' κᾰκο-εργός, Επικ. αντί <i>κακ-ουργία</i>, <i>-γος</i>.
|lsmtext='''κᾰκοεργία:''' κᾰκο-εργός, Επικ. αντί <i>κακ-ουργία</i>, <i>-γος</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰκοεργία:''' эп. κᾰκοεργίη (ῑ) ἡ злодеяние, беззаконие Hom.
}}
}}

Revision as of 13:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοεργία Medium diacritics: κακοεργία Low diacritics: κακοεργία Capitals: ΚΑΚΟΕΡΓΙΑ
Transliteration A: kakoergía Transliteration B: kakoergia Transliteration C: kakoergia Beta Code: kakoergi/a

English (LSJ)

κᾰκο-εργός,

   A = κακουργία, -γος, v. sub vocc.

German (Pape)

[Seite 1300] ἡ, das Schlechthandeln, die böse That, Ggstz εὐεργεσία, Od. 22, 364. [ι des Verses wegen.]

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκοεργία: κακοεργός, Ἐπικ. ἀντὶ κακουργία, κακοῦργος, ἴδε τὰς λέξ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
méchanceté, méfait.
Étymologie: κακοεργός.

Spanish

maleficio

Greek Monolingual

κακοεργία, ἡ (Α)
βλ. κακουργία.

Greek Monotonic

κᾰκοεργία: κᾰκο-εργός, Επικ. αντί κακ-ουργία, -γος.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοεργία: эп. κᾰκοεργίη (ῑ) ἡ злодеяние, беззаконие Hom.