ἴκταρ: Difference between revisions

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἴκταρ:''' επίρρ. ([[ἵκω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[ευθέως]], [[αμέσως]], [[γρήγορα]], σε Ησίοδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για [[τόπο]], [[πλησίον]], [[εγγύς]], πλησιέστατα, σε Αισχύλ., Πλάτ.· με γεν., <i>ἴκταρμελάθρων</i>, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἴκταρ:''' επίρρ. ([[ἵκω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[ευθέως]], [[αμέσως]], [[γρήγορα]], σε Ησίοδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για [[τόπο]], [[πλησίον]], [[εγγύς]], πλησιέστατα, σε Αισχύλ., Πλάτ.· με γεν., <i>ἴκταρμελάθρων</i>, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἴκτᾰρ:''' <b class="num">I</b> adv.<br /><b class="num">1)</b> сразу, вместе (κεραυνοὶ ἴ. [[ἅμα]] βροντῇ Hes.);<br /><b class="num">2)</b> близко, рядом: [[ταῦτα]] πάντα οὐδ᾽ ἴ. βάλλει πρός τι погов. Plat. все это и не приближается к чему-л., т. е. не идет ни в какое сравнение с чем-л.<br /><b class="num">II</b> praep. [[cum]] gen. близ, рядом с (ἴ. μελάθρων Aesch.).
}}
}}

Revision as of 13:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἴκταρ Medium diacritics: ἴκταρ Low diacritics: ίκταρ Capitals: ΙΚΤΑΡ
Transliteration A: íktar Transliteration B: iktar Transliteration C: iktar Beta Code: i)/ktar

English (LSJ)

(A), Adv.

   A close together, thickly (= πυκνῶς, Hsch.), κεραυνοὶ ἴ. ἅμα βροντῇ τε καὶ ἀστεροπῇ ποτέοντο Hes.Th.691.    II Prep. c. gen., close to, hard by, ἴ. μελάθρων A.Ag.116 (lyr.); ἴ. ἥμενοι Διός Id.Eu.998(lyr.): c. dat., Alcm.23.80: abs., ταῦτα πρὸς τύραννον . . οὐδ' ἴ. βάλλει do not strike even near him, are quite wide of the mark, prov. in Pl.R.575c, cf. Ael.NA15.29.
ἴκταρ (B), τό,=

   A pudendum muliebre, Hp.Mul.2.174 (restored fr. Erot. and Gal.19.105: ἧπαρ (ἦπαρ) codd. Hp.).
ἴκταρ (C), ὁ, some kind of

   A fish, Call.Fr.38:—also ἰκτάρα, ἡ, Hsch.; = albula, Gloss.; cf. κτάρα.

German (Pape)

[Seite 1249] (ἵκω, eigtl. hinkommend, das Ziel treffend), auf einen u. denselben Wurf oder Schlag, zusammentreffend, zugleich, κεραυνοὶ ἴκταρ ἅμα βροντῇ τε καὶ ἀστραπῇ ποτέοντο Hes. Th. 691. – Vom Orte, nahe kommend, τινός, Aesch. Ag. 115 Eum. 952; sprichwörtlich: ταῦτα πάντα πρὸς τύραννον τὸ λεγόμενον οὐδ' ἴκταρ βάλλει Plat. Rep. IX, 575 c, hat keinen Bezug auf ihn, trifft ihn nicht, eigtl. nicht einmal nahe trifft er, geschweige das Ziel; vgl. Ael. H. A. 15, 29.

Greek (Liddell-Scott)

ἴκταρ: Ἐπίρρ. (ἵκω), μὲ ἓν κτύπημα, εὐθέως, ταχέως, ἀμέσως, ὁμοῦ, ἐν τῷ ἅμα, κεραυνοὶ ἴκταρ ἅμα βροντῇ Ἡσ. Θ. 691. ΙΙ. ἐπὶ τόπου, πλησιέστατα, πλησίον, ἐγγύς, μετὰ γεν., ἴκτ. μελάθρων Αἰσχύλ. Ἀγ. 117· ἴ. ἥμενοι Διὸς Εὐμ. 998· ταῦτα πρὸς τύραννον οὐδ’ ἴ. βάλλει, οὐδὲ πλησίον αὐτοῦ δὲν κτυποῦσι. πολὺ ἀπέχουσι τοῦ σκοποῦ. παροιμ. ἐν Πλάτ. Πολ. 575C, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 15. 29. ΙΙΙ. = τὸ τῆς γυναικὸς αἰδοῖον Γαλην. ἐν Λεξικ. Ἱπποκρ.

French (Bailly abrégé)

adv. et prép.
1 tout à la fois, ensemble;
2 près de, proche.
Étymologie: R. Ἱκ, venir, cf. lat. icere.

Greek Monolingual

(I)
ἴκταρ (Α)
επίρρ.
1. με ένα χτύπημα, ταυτόχρονα («κεραυνοὶ ἴκταρ ἅμα βροντῇ», Ησίοδ.)
2. τοπ. πολύ κοντά («ἥμενοι Διὸς ἴκταρ», Αισχύλ.)
3. ως ουσ. «τὸ ἴκταρ» — το γυναικείο αιδοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ. ουδέτερο το οποίο έγινε επίρρημα και ετυμολογικά συνδέεται πιθ. με λατ. īcō «κτυπώ»].———————— (II)
ἴκταρ, ὁ (Α)
είδος ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].

Greek Monotonic

ἴκταρ: επίρρ. (ἵκω),
I. ευθέως, αμέσως, γρήγορα, σε Ησίοδ.
II. λέγεται για τόπο, πλησίον, εγγύς, πλησιέστατα, σε Αισχύλ., Πλάτ.· με γεν., ἴκταρμελάθρων, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἴκτᾰρ: I adv.
1) сразу, вместе (κεραυνοὶ ἴ. ἅμα βροντῇ Hes.);
2) близко, рядом: ταῦτα πάντα οὐδ᾽ ἴ. βάλλει πρός τι погов. Plat. все это и не приближается к чему-л., т. е. не идет ни в какое сравнение с чем-л.
II praep. cum gen. близ, рядом с (ἴ. μελάθρων Aesch.).