οἰστροδόνητος: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
(28)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἰστροδόνητος]] και [[οἰστρόδονος]], -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[οιστροδίνητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶστρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δόνητος</i> / -<i>δονος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>δονῶ</i>), <b>πρβλ.</b> <i>αερο</i>-<i>δόνητος</i>, <i>πολύ</i>-<i>δονος</i>].
|mltxt=[[οἰστροδόνητος]] και [[οἰστρόδονος]], -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[οιστροδίνητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶστρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δόνητος</i> / -<i>δονος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>δονῶ</i>), <b>πρβλ.</b> <i>αερο</i>-<i>δόνητος</i>, <i>πολύ</i>-<i>δονος</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''οἰστροδόνητος:''' гонимый слепнем (Ἰώ Aesch.).
}}
}}

Revision as of 13:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰστροδόνητος Medium diacritics: οἰστροδόνητος Low diacritics: οιστροδόνητος Capitals: ΟΙΣΤΡΟΔΟΝΗΤΟΣ
Transliteration A: oistrodónētos Transliteration B: oistrodonētos Transliteration C: oistrodonitos Beta Code: oi)strodo/nhtos

English (LSJ)

ον, = foreg., Id.Supp.573(lyr.), Ar.Th.324 (lyr.):—also οἰστρό-δονος, ον, A.Supp.16(anap).

Greek (Liddell-Scott)

οἰστροδόνητος: ἴδε οἰστροδίνητος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. οἰστροδίνητος.
Étymologie: οἶστρος, δονέω.

Greek Monolingual

οἰστροδόνητος και οἰστρόδονος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) οιστροδίνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + -δόνητος / -δονος (< δονῶ), πρβλ. αερο-δόνητος, πολύ-δονος].

Russian (Dvoretsky)

οἰστροδόνητος: гонимый слепнем (Ἰώ Aesch.).