3,277,119
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 16: | Line 16: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βωμολόχος:''' ὁ ([[λοχάω]]),<br /><b class="num">1.</b> αρχικά, [[κάποιος]] που παραμόνευε κοντά στους βωμούς για τα απομεινάρια φαγητού (κρέατος) που θα μπορούσε να βρει [[εκεί]], [[ένας]] [[μισοπεθαμένος]] από την [[πείνα]] [[ζητιάνος]], σε Λουκ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[κάποιος]] που θα έκανε οτιδήποτε πρόστυχο και χαμερπές για να βρει [[φαγητό]], για να κερδίσει τα προς το ζην, αναίσχυντος, [[χαμερπής]] [[γελωτοποιός]], σε Αριστοφ.· ως επίθ., <i>βωμολόχον τι ἐξευρεῖν</i>, [[εφευρίσκω]] κάποιο πρόστυχο [[παιχνίδι]], [[τέχνασμα]], [[κόλπο]], στον ίδ.· λέγεται για τη χυδαία, την άσεμνη [[μουσική]], στον ίδ. | |lsmtext='''βωμολόχος:''' ὁ ([[λοχάω]]),<br /><b class="num">1.</b> αρχικά, [[κάποιος]] που παραμόνευε κοντά στους βωμούς για τα απομεινάρια φαγητού (κρέατος) που θα μπορούσε να βρει [[εκεί]], [[ένας]] [[μισοπεθαμένος]] από την [[πείνα]] [[ζητιάνος]], σε Λουκ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[κάποιος]] που θα έκανε οτιδήποτε πρόστυχο και χαμερπές για να βρει [[φαγητό]], για να κερδίσει τα προς το ζην, αναίσχυντος, [[χαμερπής]] [[γελωτοποιός]], σε Αριστοφ.· ως επίθ., <i>βωμολόχον τι ἐξευρεῖν</i>, [[εφευρίσκω]] κάποιο πρόστυχο [[παιχνίδι]], [[τέχνασμα]], [[κόλπο]], στον ίδ.· λέγεται για τη χυδαία, την άσεμνη [[μουσική]], στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βωμολόχος:''' ὁ и ἡ<br /><b class="num">1)</b> досл. стоящий у алтаря, перен. попрошайка Luc.;<br /><b class="num">2)</b> скоморох, шут, кривляка Arph., Arst.;<br /><b class="num">3)</b> галка (Monedula) Arst. | |||
}} | }} |