ὑποτρώγω: Difference between revisions
Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑποτρώγω:''' μέλ. <i>-ξομαι</i>, αόρ. βʹ <i>ὑπ-έτρᾰγον</i>· [[τρώω]] προκαταρκτικά (σαν ορεκτικό), σε Ξεν. | |lsmtext='''ὑποτρώγω:''' μέλ. <i>-ξομαι</i>, αόρ. βʹ <i>ὑπ-έτρᾰγον</i>· [[τρώω]] προκαταρκτικά (σαν ορεκτικό), σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑποτρώγω:''' <b class="num">1)</b> закусывать вначале, предварительно съедать ([[κρόμμυον]] Xen.);<br /><b class="num">2)</b> (о реке) подмывать, подрывать (τοῖχον Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 14:12, 31 December 2018
English (LSJ)
A eat with other things, Xenoph.22.3. II eat by way of preparation, X.Smp.4.9. III metaph., eat away from below, τοῖχον ὑ. ποταμός Call.Epigr.45.4.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποτρώγω: μέλλ. -ξομαι, τρώγω τι ὡς τράγημα ἐν ᾧ πίνω, πίνοντα γλυκὺν οἶνον, ὑποτρώγοντ’ ἐρέβινθον Ξενοφάνης παρ’ Ἀθην. 54Ε. ΙΙ. τρώγω προκαταρκτικῶς, προπαρασκευαστικῶς, Ξεν. Συμπ. 4. 9. ΙΙΙ. μεταφορ., τρώγω, φθείρω κάτωθεν, ὡς ὁ ποταμὸς τὰς ὄχθας του, Καλλ. Ἐπιγρ. 45. 4.
French (Bailly abrégé)
1 manger en outre;
2 manger pour s’ouvrir l’appétit;
3 fig. ronger en dessous en parl. d’un fleuve.
Étymologie: ὑπό, τρώγω.
Greek Monolingual
Α τρώγω
1. τρώω λίγο λίγο πίνοντας κρασί ή άλλο ποτό («πίνοντα γλυκὺν οἶνον, ὑποτρώγοντ' ἐρέβινθον», Ξεν.)
2. τρώω πριν από το κύριο γεύμα («κρόμμυον ὑποτρώγειν», Ξεν.)
3. φθείρω αποκάτω, προκαλώ διάβρωση («τοῑχον ὑποτρώγων ἡσύχιος ποταμός», Καλλ.).
Greek Monotonic
ὑποτρώγω: μέλ. -ξομαι, αόρ. βʹ ὑπ-έτρᾰγον· τρώω προκαταρκτικά (σαν ορεκτικό), σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ὑποτρώγω: 1) закусывать вначале, предварительно съедать (κρόμμυον Xen.);
2) (о реке) подмывать, подрывать (τοῖχον Anth.).