δύσκλεια: Difference between revisions

From LSJ

Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit

Menander, Monostichoi, 479
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δύσκλεια:''' ἡ, κακή [[φήμη]], [[υπόληψη]], [[δυσφημία]], [[καταισχύνη]], σε Ευρ., Θουκ.· <i>ἐπὶ δυσκλείᾳ</i>, ρέποντας προς την [[καταισχύνη]], σε Σοφ.
|lsmtext='''δύσκλεια:''' ἡ, κακή [[φήμη]], [[υπόληψη]], [[δυσφημία]], [[καταισχύνη]], σε Ευρ., Θουκ.· <i>ἐπὶ δυσκλείᾳ</i>, ρέποντας προς την [[καταισχύνη]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''δύσκλεια:''' ἡ<b class="num">1)</b> отсутствие славы, безвестность Dem.;<br /><b class="num">2)</b> дурная слава Soph.;<br /><b class="num">3)</b> бесславие, позор Eur., Thuc., Plat., Plut.
}}
}}

Revision as of 14:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσκλεια Medium diacritics: δύσκλεια Low diacritics: δύσκλεια Capitals: ΔΥΣΚΛΕΙΑ
Transliteration A: dýskleia Transliteration B: dyskleia Transliteration C: dyskleia Beta Code: du/skleia

English (LSJ)

ἡ,

   A ill-fame, infamy, S.Fr.188, E.Med.218, Th.3.58, Pl.Lg.663a, etc.; ἐπὶ δυσκλείᾳ tending to disgrace them, S.Aj.143 (anap.).    II ingloriousness, D.60.24.

German (Pape)

[Seite 682] ἡ, übler Ruf, a) böses Gerücht, Soph. Ai. 143, Schol. κακὴ φήμη. – b) Schande; Eur. Med. 218; Plat. Legg. II, 663 a u. Sp., wie Plut. Cat. min. 73. – c) Unberühmtheit, neben σκότος Dem. 60, 24.

Greek (Liddell-Scott)

δύσκλεια: ἡ, κακὴ φήμη, δυσφημία, καταισχύνη, Σοφ. Ἀποσπ. 196, Εὐρ. Μηδ. 218, Θουκ. 3. 58, Πλάτ. Νόμ. 653Α· ἐπὶ δυσκλείᾳ, πρὸς καταισχύνην, Σοφ. Αἴ. 143. ΙΙ. ἀδοξία, Δημ. 1396. 18.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 mauvaise réputation ; ignominie;
2 mauvais bruit.
Étymologie: δυσκλεής.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
mala fama, deshonra, ignominia δ. γυναικός Gorg.B 11.21, op. εὔκλεια X.Cyn.13.12, μεγάλοι θόρυβοι κατέχουσ' ἡμᾶς ἐπὶ δυσκλείᾳ S.Ai.143, φιλεῖ γὰρ ἡ δ. ... νικᾶν ἐπ' αἰσχροῖς S.Fr.188, οἱ δ' ... δύσκλειαν ἐκτήσαντο καὶ ῥᾳθυμίαν E.Med.218, de Heracles, E.HF 1152, τῷ τ' Εὐρώτᾳ δ. E.Tr.133, δ. ... βαρβάρων λεχέων E.Hel.1506, δ. ἐς ἀεί E.Or.830, τὴν δύσκλειαν αὐτοῦ ἀφανίσαι Th.3.58, cf. Plu.Cat.Mi.73, op. κλέος τε καὶ ἔπαινος Pl.Lg.663a, ἐν σκότει καὶ πολλῇ δυσκλείᾳ D.60.24, οἱ δὲ ἀνδρογύνων ... δύσκλειαν οἴσονται Ph.1.183, δυσκλείας γέμοντα βίον Ph.1.489, τὴν προσπεσοῦσαν δύσκλειαν ... τῷ στρατῷ I.AI 5.360, cf. Vett.Val.389.17, ἡ δ. ἡ ἐν αὐτῷ ... συμβᾶσα D.C.62.23.2, δ.· ἡ ἀδοξία Anecd.Ludw.16.7.

Greek Monolingual

δύσκλεια, η (Α)
1. κακή φήμη
2. καταισχύνη
3. αδοξία.

Greek Monotonic

δύσκλεια: ἡ, κακή φήμη, υπόληψη, δυσφημία, καταισχύνη, σε Ευρ., Θουκ.· ἐπὶ δυσκλείᾳ, ρέποντας προς την καταισχύνη, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

δύσκλεια:1) отсутствие славы, безвестность Dem.;
2) дурная слава Soph.;
3) бесславие, позор Eur., Thuc., Plat., Plut.