δαϊκτήρ: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δᾰϊκτήρ:''' -ῆρος, ὁ, [[φονιάς]]· ως επίθ., αυτός που σπαράζει την [[καρδιά]], που ξεσχίζει την [[καρδιά]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''δᾰϊκτήρ:''' -ῆρος, ὁ, [[φονιάς]]· ως επίθ., αυτός που σπαράζει την [[καρδιά]], που ξεσχίζει την [[καρδιά]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''δαϊκτήρ:''' ῆρος adj. (душе)раздирающий ([[γόος]] Aesch.).
}}
}}

Revision as of 14:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾰϊκτήρ Medium diacritics: δαϊκτήρ Low diacritics: δαϊκτήρ Capitals: ΔΑΪΚΤΗΡ
Transliteration A: daïktḗr Transliteration B: daiktēr Transliteration C: daiktir Beta Code: dai+kth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A slayer, murderer, of Ares, Alc.28.    2 as Adj., heart-rending, γόος A.Th.916 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 514] ῆρος, ὁ, γόος, herzzerreißende Trauer, Aesch. Spt. 899.

Greek (Liddell-Scott)

δᾰϊκτήρ: ῆρος, ὁ, φονεύς, ὁ φονεύων ἐπὶ τοῦ Ἄρεως, Ἀλκαῖ. 20 Ahr. 2) ὡς ἐπίθ., σπαράσσων, φθείρων, γόος Αἰσχύλ. Θήβ. 916· πρβλ. δαϊκτής, δαΐκτωρ.

French (Bailly abrégé)

ῆρος;
adj. m.
déchirant (gémissement).
Étymologie: δαΐζω.

Spanish (DGE)

-ῆρος
desgarrador, γόος A.Th.916
c. gen. τῆς καρδίας μου Sch.A.Supp.798.

Greek Monolingual

δαϊκτήρ (-ῆρος), ο (Α) δαΐζω (Ι)]
1. αυτός που σκοτώνει (για τον Άρη)
2. ως επίθ. ο σπαραχτικός («δαϊκτὴρ γόος», Αιοχ).

Greek Monotonic

δᾰϊκτήρ: -ῆρος, ὁ, φονιάς· ως επίθ., αυτός που σπαράζει την καρδιά, που ξεσχίζει την καρδιά, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

δαϊκτήρ: ῆρος adj. (душе)раздирающий (γόος Aesch.).