ἀμφέλικτος: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237
(3)
(1)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἀμφελικτός, -ή, -ὸν (Α) [[ἀμφελίσσω]]<br />([[ποιητικός]] [[τύπος]] [[αντί]] <i>ἀμφιελικτὸς</i>) συσπειρωμένος, κουβαριασμένος.
|mltxt=ἀμφελικτός, -ή, -ὸν (Α) [[ἀμφελίσσω]]<br />([[ποιητικός]] [[τύπος]] [[αντί]] <i>ἀμφιελικτὸς</i>) συσπειρωμένος, κουβαριασμένος.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμφέλικτος:''' свернувшийся, обвившийся ([[δράκων]] Eur.).
}}
}}

Revision as of 14:36, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 133] ringsumwunden, Eur. Herc. F. 399.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφέλικτος: ον καὶ ἀμφελικτός, όν, ποιητ. ἀντὶ ἀμφιέλ-, συνεσπαρμένος, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 399.

Greek Monolingual

ἀμφελικτός, -ή, -ὸν (Α) ἀμφελίσσω
(ποιητικός τύπος αντί ἀμφιελικτὸς) συσπειρωμένος, κουβαριασμένος.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφέλικτος: свернувшийся, обвившийся (δράκων Eur.).