ἀπομιμνῄσκομαι: Difference between revisions
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
(3) |
(1) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπομιμνῄσκομαι:''' μέλ. -[[μνήσομαι]], αόρ. αʹ <i>-εμνησάμην</i>· αποθ.· [[θυμάμαι]] πλήρως· [[χάριν]] ἀναμιμνῄσκομαι, [[αναγνωρίζω]] την [[ευεργεσία]] που μου έχει γίνει, [[ανταποδίδω]] αυτή τη [[χάρη]], [[αισθάνομαι]] [[ευγνώμων]], σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ. | |lsmtext='''ἀπομιμνῄσκομαι:''' μέλ. -[[μνήσομαι]], αόρ. αʹ <i>-εμνησάμην</i>· αποθ.· [[θυμάμαι]] πλήρως· [[χάριν]] ἀναμιμνῄσκομαι, [[αναγνωρίζω]] την [[ευεργεσία]] που μου έχει γίνει, [[ανταποδίδω]] αυτή τη [[χάρη]], [[αισθάνομαι]] [[ευγνώμων]], σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπομιμνῄσκομαι:''' (aor. ἀπέμνησα)<br /><b class="num">1)</b> хранить в памяти, помнить: ἀπομνήσεσθαι [[χάριν]] τινός Hes. отблагодарить за что-л., τινί Thuc. кого-л.;<br /><b class="num">2)</b> быть благодарным, (aor.) отблагодарить (τινι Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 14:40, 31 December 2018
English (LSJ)
fut. -μνήσομαι, aor. -εμνησάμην:—
A remember, recognize: hence, repay, τῷ οἱ ἀπεμνήσαντο [χάριν] Il.24.428; ἀπεμνήσαντο χάριν εὐεργεσιάων for benefits, hes.Th.503; αὐτῷδὲ . . χάριν ἀπομνήσεσθαι ἀξίαν Th.1.137, cf. E.Alc.299.
French (Bailly abrégé)
conserver le souvenir : τινι χάριν ἀπ. ou abs. ἀπ. τινι conserver de la reconnaissance à qqn.
Étymologie: ἀπό, μιμνῄσκομαι.
Spanish (DGE)
recordar, reconocer χάριν pagar un favor Hes.Th.503, E.Alc.299, Th.1.137, CEG 177.9 (Janto V/IV a.C.), c. gen. ἑκάστου Polyaen.4.6.2
•tener reconocimiento, agradecimiento c. dat. οἱ ἀπομνήσαντο Il.24.428.
Greek Monotonic
ἀπομιμνῄσκομαι: μέλ. -μνήσομαι, αόρ. αʹ -εμνησάμην· αποθ.· θυμάμαι πλήρως· χάριν ἀναμιμνῄσκομαι, αναγνωρίζω την ευεργεσία που μου έχει γίνει, ανταποδίδω αυτή τη χάρη, αισθάνομαι ευγνώμων, σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπομιμνῄσκομαι: (aor. ἀπέμνησα)
1) хранить в памяти, помнить: ἀπομνήσεσθαι χάριν τινός Hes. отблагодарить за что-л., τινί Thuc. кого-л.;
2) быть благодарным, (aor.) отблагодарить (τινι Hom.).