μεγαλοκοίλιος: Difference between revisions

3
(24)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεγαλοκοίλιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μεγάλες τις κοιλίες της καρδιάς<br /><b>2.</b> αυτός που έχει μεγάλες εντερικές αύλακες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κοιλία]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>νευρο</i>-<i>κοίλιος</i>, <i>σκληρο</i>-<i>κοίλιος</i>)].
|mltxt=[[μεγαλοκοίλιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μεγάλες τις κοιλίες της καρδιάς<br /><b>2.</b> αυτός που έχει μεγάλες εντερικές αύλακες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κοιλία]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>νευρο</i>-<i>κοίλιος</i>, <i>σκληρο</i>-<i>κοίλιος</i>)].
}}
{{elru
|elrutext='''μεγᾰλοκοίλιος:''' имеющий большие полости (sc. [[καρδία]] Arst.).
}}
}}