Ταρσεύς: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 515
(40)
(4b)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />[[επίκληση]] του Απόλλωνος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>Ταρσός</i>].
|mltxt=ὁ, Α<br />[[επίκληση]] του Απόλλωνος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>Ταρσός</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''Ταρσεύς:''' έως ὁ уроженец или житель города Тарс Plut., Luc.
}}
}}

Revision as of 14:48, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
1 habitant de Tarse;
2 habitant ou originaire du dème Ταρσεῖς.
Étymologie: Ταρσός.

English (Strong)

from Ταρσός; a Tarsean, i.e. native of Tarsus: of Tarsus.

English (Thayer)

Ταρσεως, ὁ (Ταρσός, which see), belonging to Tarsus, of Tarsus: Acts 21:39.

Greek Monolingual

ὁ, Α
επίκληση του Απόλλωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. πιθ. < Ταρσός].

Russian (Dvoretsky)

Ταρσεύς: έως ὁ уроженец или житель города Тарс Plut., Luc.