χρυσίδιον: Difference between revisions
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χρῡσίδιον:''' [σῑ], τό, υποκορ. του [[χρυσίον]], μικρό [[κομμάτι]] χρυσού, σε Ισοκρ., Δημ. | |lsmtext='''χρῡσίδιον:''' [σῑ], τό, υποκορ. του [[χρυσίον]], μικρό [[κομμάτι]] χρυσού, σε Ισοκρ., Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χρῡσίδιον:''' τό<b class="num">1)</b> золотая монетка Isocr.;<br /><b class="num">2)</b> мелкие золотые украшения Dem.;<br /><b class="num">3)</b> небольшая сумма денег (χ. οὐ [[πολύ]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 14:52, 31 December 2018
English (LSJ)
[σῑ], τό, Dim. of χρυσίον,
A a small piece of gold, used in contempt, ἀργυρίδιον καὶ χ. τὸν πλοῦτον ἀποκαλοῦντες lsoc.13.4, cf. D.27.15; a small sum of money, Plu.Cleom.38. 2 Dim. of χρυσίς 1, IG12.369.10 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1380] τό, dim. von χρυσίον, ein kleines Stückchen Gold, Isae. 2, 9 Isocr. 13, 4 Dem. 27, 15.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσίδιον: [σῑ], τό, ὑποκορ. τοῦ χρυσίον, μικρὸν νόμισμα χρυσοῦν, Ἰσοκρ. 291Ε, Δημ. 818. 13· μικρὸν ποσὸν χρημάτων, Πλουτ. Κλεομ. 38.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 petite pièce d’or;
2 petite somme d’argent.
Étymologie: χρυσός.
Greek Monolingual
τὸ, Α
(υποκορ. του χρυσίον)
1. μικρό χρυσό νόμισμα
2. μικρό χρηματικό ποσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσίον «χρυσό νόμισμα» + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. λιθ-ίδιον)].
Greek Monotonic
χρῡσίδιον: [σῑ], τό, υποκορ. του χρυσίον, μικρό κομμάτι χρυσού, σε Ισοκρ., Δημ.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσίδιον: τό1) золотая монетка Isocr.;
2) мелкие золотые украшения Dem.;
3) небольшая сумма денег (χ. οὐ πολύ Plut.).