κυβερνητήρ: Difference between revisions
Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κῠβερνητήρ:''' -ῆρος, ὁ = [[κυβερνήτης]], σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., σε Πίνδ. | |lsmtext='''κῠβερνητήρ:''' -ῆρος, ὁ = [[κυβερνήτης]], σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., σε Πίνδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κῠβερνητήρ:''' дор. [[κυβερνατήρ|κῠβερνᾱτήρ]], ῆρος ὁ Hom., Pind. = [[κυβερνήτης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:52, 31 December 2018
English (LSJ)
Dor. κῠβερν-ᾱτήρ, ῆρος, ὁ,
A = κυβερνήτης, Od.8.557, etc.: metaph., Pi.P.4.274: as Adj., κ. χαλινός Opp.C.1.96.
German (Pape)
[Seite 1522] ῆρος, ὁ, = κυβερνήτης, der Steuermann; Od. 8, 557; Pind. I. 3, 89, in dor. Form κυβερνατήρ; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 72; Maneth. 4, 398. – Adj., κυβερνητῆρα χαλινὸν ἲππων Opp. Cyn. 1, 96.
Greek (Liddell-Scott)
κῠβερνητήρ: -ῆρος, ὁ, = κυβερνήτης, Ὀδ. Θ. 557, κτλ.· μεταφ., Πινδ. Π. 4. 488· ― ὡς ἐπίθ., κ. χαλινὸς Ὀππ. Κυν. 1. 96.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
c. κυβερνήτης.
Greek Monolingual
κυβερνητήρ, -ῆρος, δωρ. τ. κυβερνατήρ, ὁ, θηλ. κυβερνήτειρα (Α) κυβερνώ
1. αυτός που κυβερνά
2. πηδαλιούχος («οὐ γὰρ Φαιήκεσσι κυβερνητῆρες ἔασιν», Ομ. Οδ.)
3. ως επίθ. αυτός με τον οποίο κυβερνά κάποιος («κυβερνητῆρα χαλινόν», Οππ.).
Greek Monotonic
κῠβερνητήρ: -ῆρος, ὁ = κυβερνήτης, σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
κῠβερνητήρ: дор. κῠβερνᾱτήρ, ῆρος ὁ Hom., Pind. = κυβερνήτης.