δοκιμεῖον: Difference between revisions
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
(4) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δοκιμεῖον:''' ή [[δοκίμιον]], τό ([[δόκιμος]]), [[κριτήριο]], [[μέσο]] για [[δοκιμή]], [[τρόπος]] δοκιμασίας, σε Πλάτ., Κ.Δ. | |lsmtext='''δοκιμεῖον:''' ή [[δοκίμιον]], τό ([[δόκιμος]]), [[κριτήριο]], [[μέσο]] για [[δοκιμή]], [[τρόπος]] δοκιμασίας, σε Πλάτ., Κ.Δ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δοκῐμεῖον:''' и [[δοκίμιον]] τό средство испытания или проверки: εἰ δ. [[ἔχει]] Plut. если возможно удостовериться; τὰ φλέβια, [[οἷόνπερ]] δοκίμια τῆς γλώττης Plat. жилки, служащие как бы щупальцами языка. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:56, 31 December 2018
English (LSJ)
τό,
A test, means of testing, Pl.Ti.65c (v.l. δοκίμιον, as in D.H.Rh.11.1, Ep.Jac.1.3, 1 Ep.Pet.1.7, S.E.M.7.430, Lib.Decl.16.55), IG7.303.31 (Orop.); proof, εὐσεβείας OGI308.16 (Hierapolis), cf. Zos.3.13.
German (Pape)
[Seite 653] τό, Mittel, mit dem man etwas untersucht und prüft, Plat. Tim. 65 c, nach Bekker; Inscr. 1570.
Greek (Liddell-Scott)
δοκιμεῖον: τό, κριτήριον, μέσον πρὸς δοκιμήν, Πλάτ. Τιμ. 65C Bekk., ἀλλὰ μετὰ δι. γρ. δοκίμιον, ὡς ἐν Ἐπιστ. Ἰακώβ. α΄, 3, 1 Πετρ. α΄, 7. ΙΙ. δεῖγμα τοῦ ἐξεταστέου μετάλλου, Συλλ. Ἐπιγρ. 1570α. 31, Ζώσιμ. 3. 13. -Ἐν Ἀττ. ἐπιγρ. δοκιμεῖον, Meisterh. σ. 51.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
mieux que δοκίμιον;
moyen d’éprouver, d’essayer.
Étymologie: δόκιμος.
Greek Monotonic
δοκιμεῖον: ή δοκίμιον, τό (δόκιμος), κριτήριο, μέσο για δοκιμή, τρόπος δοκιμασίας, σε Πλάτ., Κ.Δ.
Russian (Dvoretsky)
δοκῐμεῖον: и δοκίμιον τό средство испытания или проверки: εἰ δ. ἔχει Plut. если возможно удостовериться; τὰ φλέβια, οἷόνπερ δοκίμια τῆς γλώττης Plat. жилки, служащие как бы щупальцами языка.