συνεπόμνυμι: Difference between revisions
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
(6) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνεπόμνῡμι:''' μέλ. <i>-ομόσω</i>, ορκίζομαι [[επιπλέον]] ή επίσης, σε Ξεν. | |lsmtext='''συνεπόμνῡμι:''' μέλ. <i>-ομόσω</i>, ορκίζομαι [[επιπλέον]] ή επίσης, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συν-επόμνυμι samen zweren (om); met inf.. Xen. An. 7.6.19. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:00, 31 December 2018
English (LSJ)
A swear to in addition or besides, τι Ar.Lys.237: c. inf., X.An.7.6.19:—Med., J.AJ16.7.3.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπόμνῡμι: ἐπόμνυμι, ὁρκίζομαι πρὸς τούτοις ἢ προσέτι, ξυνεπόμνυθ’ ὑμεῖς ταῦτα πᾶσαι; Ἀριστοφ. Λυσ. 237· μετ’ ἀπαρεμ., συνεπόμνυμι μηδὲ ἃ οἱ ἄλλοι στρατηγοὶ ἔλαβον εἰληφέναι Ξεν. Ἀν. 7. 6, 19.
French (Bailly abrégé)
jurer en même temps de, inf..
Étymologie: σύν, ἐπόμνυμι.
Greek Monolingual
Α
(ενεργ. και μέσ. συνεπόμνυμαι) ορκίζομαι μαζί με άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπόμνυμι «ορκίζομαι, επιδοκιμάζω»].
Greek Monolingual
Α
(ενεργ. και μέσ. συνεπόμνυμαι) ορκίζομαι μαζί με άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπόμνυμι «ορκίζομαι, επιδοκιμάζω»].
Greek Monotonic
συνεπόμνῡμι: μέλ. -ομόσω, ορκίζομαι επιπλέον ή επίσης, σε Ξεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-επόμνυμι samen zweren (om); met inf.. Xen. An. 7.6.19.