παρίσωμα: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
(31)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=το Α [[παρισώ]]<br />η [[παρίσωσις]], η [[ισότητα]], η [[ομοιότητα]] και [[ιδίως]] [[κατά]] την [[κατάταξη]] τών λέξεων ή τών περιόδων του λόγου, το ομοιοτέλευτο τών περιόδων, η [[ομοιοκαταληξία]].
|mltxt=το Α [[παρισώ]]<br />η [[παρίσωσις]], η [[ισότητα]], η [[ομοιότητα]] και [[ιδίως]] [[κατά]] την [[κατάταξη]] τών λέξεων ή τών περιόδων του λόγου, το ομοιοτέλευτο τών περιόδων, η [[ομοιοκαταληξία]].
}}
{{elru
|elrutext='''πᾰρίσωμα:''' ατος τό Diog. L. = [[παρίσωσις]].
}}
}}

Revision as of 15:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρῐσωμα Medium diacritics: παρίσωμα Low diacritics: παρίσωμα Capitals: ΠΑΡΙΣΩΜΑ
Transliteration A: parísōma Transliteration B: parisōma Transliteration C: parisoma Beta Code: pari/swma

English (LSJ)

ατος, τό, = sq., Cratin. Jun.7.4.

German (Pape)

[Seite 524] τό, Aehnlichkeit, Gleichheit, bes. der Wortstellung, oder der Glieder eines Redesatzes, gleiche Endung der Kola, Cratin. iun. bei D. L. 8, 37.

Greek (Liddell-Scott)

παρίσωμα: τό, = τῷ ἑπομ., Κρατῖνος Νεώτ. ἐν «Ταραντίνοις» 1˙ πρβλ. πάρισος ΙΙ.

Greek Monolingual

το Α παρισώ
η παρίσωσις, η ισότητα, η ομοιότητα και ιδίως κατά την κατάταξη τών λέξεων ή τών περιόδων του λόγου, το ομοιοτέλευτο τών περιόδων, η ομοιοκαταληξία.

Russian (Dvoretsky)

πᾰρίσωμα: ατος τό Diog. L. = παρίσωσις.