ἀπώμοτος: Difference between revisions
μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπώμοτος:''' -ον ([[ἀπόμνυμι]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός τον οποίο έχει αρνηθεί [[κάποιος]] παίρνοντας όρκο, αυτός για τον οποίο έχει αποφανθεί [[κάποιος]] ότι είναι [[ανέφικτος]] παίρνοντας όρκο· βροτοῖσιν [[οὐδέν]] ἐστ' ἀπώμοτον, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, αυτός που έχει δεσμευτεί με όρκο να μην πράξει [[κάτι]], στον ίδ. | |lsmtext='''ἀπώμοτος:''' -ον ([[ἀπόμνυμι]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός τον οποίο έχει αρνηθεί [[κάποιος]] παίρνοντας όρκο, αυτός για τον οποίο έχει αποφανθεί [[κάποιος]] ότι είναι [[ανέφικτος]] παίρνοντας όρκο· βροτοῖσιν [[οὐδέν]] ἐστ' ἀπώμοτον, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, αυτός που έχει δεσμευτεί με όρκο να μην πράξει [[κάτι]], στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπώμοτος:''' <b class="num">1)</b> клятвенно уверяющий, заверяющий, тж. зарекающийся (μηδενὶ ὄνομά τινος [[γενέσθαι]] Plut.): [[οὐδέν]] ἐστ᾽ ἀπώμοτον Soph. ни от чего не следует зарекаться; καἴπερ ὢν ἀ. Soph. хотя я и поклялся в обратном;<br /><b class="num">2)</b> клятвенно отрицаемый: ὧν οὐδὲν ἀπώμοτον Plat. о которых нельзя поручиться, что их не будет. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A abjured, declared impossible on oath, χρημάτων ἄελπτον οὐδέν ἐστιν οὐδ' ἀ. Archil.74; βροτοῖσιν οὐδέν ἐστ' ἀ. S.Ant.388; πρᾶγμ' ἀ. Eup.217; οὐδὲν ἀ. οὐδὲ ἄπρακτον ποιεῖσθαι D.Chr.4.102. II of persons, under oath not to do a thing, καίπερ ὢν ἀ. S.Ant.394; κἀν ἀ. τις ᾖ Trag.Adesp.566.
German (Pape)
[Seite 342] 1) abgeschworen; was man durch einen Eid für unmöglich erklärt, od. nicht zu thun schwört, βροτοῖσιν οὐδέν ἐστ' ἀπώμοτον, die Menschen sollen nichts verschwören, Soph. Ant. 384; vgl. Archil. frg. 30; Eupol. bei B. A. 441, wo es φευκτὸν καὶ ἀποίητον erklärt wird; Plat. Legg. VII, 814 a. – 2) der etwas abgeschworen hat, καίπερ ὢν ἀπώμοτος Soph. Ant. 390.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπώμοτος: -ον, ὁ, τὸ οὐδ., πᾶν ὅ τι τις ἀποφαίνεται δι’ ὅρκου ὅτι εἶναι ἀδύνατον νὰ γείνῃ, χρημάτων ἄελπτον οὐδέν ἐστιν οὐδ’ ἀπώμοτον Ἀρχίλ. 69· βροτοῖσιν οὐδὲν ἐστ’ ἀπώμοτον, «οὐκ ἔστιν ὅτι ἀπομνύναι χρὴ βροτοὺς μὲ οὐκ ἂν γενέσθαι» (Σχόλ.), Σοφ. Ἀντ. 388· τί δ’ ἔστ’ Ἀθηναίοισι πρᾶγμ’ ἀπώμοτον; Εὔπολις ἐν «Πόλεσιν» 25· «ἀπηγορευμένον, φευκτὸν» Σουΐδ. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ δι’ ὅρκου ὑποχρεωμένος νὰ μὴ πράξῃ τι, καί περ ὤν ἀπ. Σοφ. Ἀντ. 394· κἂν ἀπ. τις ᾖ Ποιητ. παρὰ Θεμιστ. 207D.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui repousse avec serment, qui jure de ne pas faire qch.
Étymologie: ἀπόμνυμι.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): cret. ἀπόμοτος ICr.4.72.11.28 (V a.C.)
1 de cosas abjurado, jurado que no va a realizarse χρημάτων ἄελπτον οὐδέν ἐστιν οὐδ' ἀπώμοτον nada es inesperado ni se puede jurar imposible Archil.206.1, cf. S.Ant.388, D.Chr.4.102, D.C.39.21.3, πρᾶγμ' ἀ. Eup.234, ἀπώμοτόν φασιν εἶναι τῷ οἴκῳ ... ὄνομα Μᾶρκον γενέσθαι era cosa prohibida con juramento que en la casa (a nadie se le diera) el nombre de Marco Plu.2.285f
•καρπὸς ἀ. el fruto que se había jurado no probar, el fruto prohibido Synes.Hymn.8.7.
2 de pers. que ha abjurado, que ha jurado no hacer algo καίπερ ὢν ἀπώμοτος aunque había jurado que no (volvería), S.Ant.394, cf. Trag.Adesp.566, ICr.l.c.
Greek Monolingual
ἀπώμοτος, -ον (Α)
1. αυτό που ισχυρίζεται κάποιος με όρκο ότι δεν έγινε ή δεν είναι δυνατόν να γίνει («βροτοῑσιν οὐδὲν ἔστ' ἀπώμοτον» — δεν πρέπει ποτέ να ορκίζεται ο άνθρωπος πως δεν θα κάνει κάτι, Σοφ.)
2. (για πρόσωπα) αυτός που έχει ορκιστεί να μην κάνει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απόμνυμι. Το ω του τ. οφείλεται στον νόμο της έκτασης εν συνθέσει].
Greek Monotonic
ἀπώμοτος: -ον (ἀπόμνυμι)·
I. αυτός τον οποίο έχει αρνηθεί κάποιος παίρνοντας όρκο, αυτός για τον οποίο έχει αποφανθεί κάποιος ότι είναι ανέφικτος παίρνοντας όρκο· βροτοῖσιν οὐδέν ἐστ' ἀπώμοτον, σε Σοφ.
II. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που έχει δεσμευτεί με όρκο να μην πράξει κάτι, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπώμοτος: 1) клятвенно уверяющий, заверяющий, тж. зарекающийся (μηδενὶ ὄνομά τινος γενέσθαι Plut.): οὐδέν ἐστ᾽ ἀπώμοτον Soph. ни от чего не следует зарекаться; καἴπερ ὢν ἀ. Soph. хотя я и поклялся в обратном;
2) клятвенно отрицаемый: ὧν οὐδὲν ἀπώμοτον Plat. о которых нельзя поручиться, что их не будет.