ἀγορητύς: Difference between revisions
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
(2) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀγορητύς:''' -ύος, ἡ ([[ἀγοράομαι]]), [[χάρισμα]] λόγου, [[ρητορική]] [[δεινότητα]], σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''ἀγορητύς:''' -ύος, ἡ ([[ἀγοράομαι]]), [[χάρισμα]] λόγου, [[ρητορική]] [[δεινότητα]], σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀγορητύς:''' ύος ἡ дар речи, красноречие Hom. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ύος, ἡ,
A eloquence, Od.8.168.—Ep. word.
German (Pape)
[Seite 21] ύος, ἡ, Beredtsamkeit, Hom. nur Od. 8, 168.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγορητύς: -ύος, ἡ, τὸ χάρισμα τοῦ λόγου, ῥητορικὴ δεινότης, εὐγλωττία, Ὀδ. Θ. 168. Ἐπ. λέξ.
French (Bailly abrégé)
ύος (ἡ) :
talent de parler en public, éloquence.
Étymologie: ἀγοράομαι.
English (Autenrieth)
gift of speaking, eloquence, Od. 8.168†.
Spanish (DGE)
-ύος, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
elocuencia οὐ πάντεσσι θεοὶ ... διδοῦσιν ἀνδράσιν ... ἀγορητύν Od.8.168.
Greek Monotonic
ἀγορητύς: -ύος, ἡ (ἀγοράομαι), χάρισμα λόγου, ρητορική δεινότητα, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀγορητύς: ύος ἡ дар речи, красноречие Hom.