3,274,298
edits
(2) |
(1) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀδίκημα:''' -ατος, τό ([[ἀδικέω]]),<br /><b class="num">I.</b> άδικη [[πράξη]], [[βλάβη]], [[αδικία]], [[ζημία]], Λατ. [[injuria]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· με γεν., [[βλάβη]] που προξενήθηκε σε κάποιον, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> αυτό που έχει ληφθεί μέσω αδικίας, τα [[κακώς]] αποκτηθέντα [[αγαθά]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''ἀδίκημα:''' -ατος, τό ([[ἀδικέω]]),<br /><b class="num">I.</b> άδικη [[πράξη]], [[βλάβη]], [[αδικία]], [[ζημία]], Λατ. [[injuria]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· με γεν., [[βλάβη]] που προξενήθηκε σε κάποιον, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> αυτό που έχει ληφθεί μέσω αδικίας, τα [[κακώς]] αποκτηθέντα [[αγαθά]], σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀδίκημα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> несправедливость, неправильный поступок, насилие, обида Her., Plat., Arst.; ἀ. τῶν νόμων Dem. правонарушение;<br /><b class="num">2)</b> проступок, преступление: ἐν ἀδικήματι [[θέσθαι]] (θεῖναί) τι Thuc., Dem. вменить что-л. в преступление;<br /><b class="num">3)</b> незаконно нажитое, нечестный доход Lys., Plat. | |||
}} | }} |