ἄδαιτος: Difference between revisions

From LSJ

ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general

Source
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄδαιτος:''' -ον (δαίνυμαι), αυτός που δεν είναι [[κατάλληλος]] για [[βρώση]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἄδαιτος:''' -ον (δαίνυμαι), αυτός που δεν είναι [[κατάλληλος]] για [[βρώση]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄδαιτος:''' не могущий быть съеденным, т. е. чудовищный, мерзостный ([[θυσία]] Aesch.).
}}
}}

Revision as of 15:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄδαιτος Medium diacritics: ἄδαιτος Low diacritics: άδαιτος Capitals: ΑΔΑΙΤΟΣ
Transliteration A: ádaitos Transliteration B: adaitos Transliteration C: adaitos Beta Code: a)/daitos

English (LSJ)

ον, (δαίνυμαι)

   A of which none might eat, θυσία A Ag.151.

German (Pape)

[Seite 31] θυσία, nicht zu essen, Aesch. Ag. 147.

Greek (Liddell-Scott)

ἄδαιτος: -ον, (δαίνυμαι) ὁ μὴ ὢν κατάλληλος εἰς βρῶσιν, θυσία, Αἰσχύλ. Ἀγ. 151.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on ne doit pas manger.
Étymologie: ἀ, δαίνυμαι.

Spanish (DGE)

-ον
que carece de banquete θυσία ἄ. sacrificio carente de festín de la muerte de Ifigenia, A.A.151, cf. Orác. en Phleg.36.10.43.

Greek Monotonic

ἄδαιτος: -ον (δαίνυμαι), αυτός που δεν είναι κατάλληλος για βρώση, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἄδαιτος: не могущий быть съеденным, т. е. чудовищный, мерзостный (θυσία Aesch.).