αἴγιλος: Difference between revisions

From LSJ

Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)

Source
(2)
(1)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἴγῐλος:''' ἡ ([[αἴξ]]), [[χορτάρι]] που προτιμούν υπερβολικά οι κατσίκες, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''αἴγῐλος:''' ἡ ([[αἴξ]]), [[χορτάρι]] που προτιμούν υπερβολικά οι κατσίκες, σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''αἴγῐλος:''' ἡ «козья трава» Theocr., Babr.
}}
}}

Revision as of 15:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἴγῐλος Medium diacritics: αἴγιλος Low diacritics: αίγιλος Capitals: ΑΙΓΙΛΟΣ
Transliteration A: aígilos Transliteration B: aigilos Transliteration C: aigilos Beta Code: ai)/gilos

English (LSJ)

ἡ,

   A a herb of which goats are fond, = αἰγίλωψ 1, Theoc.5.128, Babr.3.4.

Greek (Liddell-Scott)

αἴγῐλος: ἡ, ἣν καθ’ ὑπερβολὴν ἀγαπῶσιν αἱ αἶγες, ἴσ. αἰγίλωψ, Θεόκρ. 5. 128, Βαβρ. 3. 4.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
herbe dont se nourrissent les chèvres.
Étymologie: αἴξ.

Greek Monotonic

αἴγῐλος: ἡ (αἴξ), χορτάρι που προτιμούν υπερβολικά οι κατσίκες, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

αἴγῐλος: ἡ «козья трава» Theocr., Babr.