αἱρέσιμος: Difference between revisions
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
(2) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αἱρέσιμος:''' -ον ([[αἱρέω]]), αυτός που μπορεί να κυριευθεί, να καταληφθεί, σε Ξεν. | |lsmtext='''αἱρέσιμος:''' -ον ([[αἱρέω]]), αυτός που μπορεί να κυριευθεί, να καταληφθεί, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αἱρέσιμος:''' могущий быть взятым (штурмом), уязвимый ([[τεῖχος]] Xen.). | |||
}} | }} |
Revision as of 15:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A that can be taken, X.Cyr.5.2.4.
Greek (Liddell-Scott)
αἱρέσιμος: -ου, (αἱρέω), ἁλωτός, ὃν δύναταί τις νὰ κυριεύσῃ, Ξεν. Κυρ. 5, 2, 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
prenable.
Étymologie: αἱρέω.
Spanish (DGE)
-ον
conquistable, que puede ser conquistado τεῖχος X.Cyr.5.2.4.
Greek Monotonic
αἱρέσιμος: -ον (αἱρέω), αυτός που μπορεί να κυριευθεί, να καταληφθεί, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
αἱρέσιμος: могущий быть взятым (штурмом), уязвимый (τεῖχος Xen.).