ἄδουλος: Difference between revisions
Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄδουλος:''' -ον, αυτός που δεν υπηρετείται από δούλους, σε Ευρ. | |lsmtext='''ἄδουλος:''' -ον, αυτός που δεν υπηρετείται από δούλους, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄδουλος:''' <b class="num">1)</b> не охраняемый или не обслуживаемый рабами (δώματα Eur.);<br /><b class="num">2)</b> не владеющий рабами (ἄ. καὶ ἀνέστιοιος καὶ [[ἄοικος]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 15:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A unattended by slaves, ἄδουλα δώμαθ' ἑστίας E.Andr.593: c. gen., τῶν τοιούτων ἄδουλος unattended by... Ael.N A6.10. 2 having no slaves, too poor to keep a slave, Phryn.Com.18, Plu.2.831b. II impatient of slavery, ἀδουλότερος τῶν λεόντων Ph.2.451.
German (Pape)
[Seite 37] ohne Sklaven, δώματα Eur. Andr. 593; βίος Phryn. com. B. A. 344, vgl. 25; so arm, daß man keinen Sklaven halten kann, Plut. neben ἀνέστιος, ἄοικος, de vit. aer. al. 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἄδουλος: -ον, ὁ μὴ ὑπηρετούμενος ἢ μὴ φυλαττόμενος ὑπὸ δούλων· ἄδουλα δώμαθ’ ἑστίας, Εὐρ. Ἀνδρ. 593· μετὰ γεν., τῶν τοιούτων ἄδουλος = μὴ ὑπηρετούμενος ὑπὸ..., Αἰλ. περὶ Ζ. 6. 10. 2) ὁ μὴ ἔχων δούλους, πένης, Φρύν. Κωμ. ἐν «Μονοτρόπῳ» 1, πρβλ. Ruhnk Vell. Paterc. 2. 19, 4. Madvig Advers 1. 580· ΙΙ. ὁ μὴ ἀνεχόμενος δουλείαν, ἀδουλότερος τῶν λεόντων, Φίλων 2. 451.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ne possède pas d’esclaves.
Étymologie: ἀ, δοῦλος.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no tiene esclavos ἄδουλα δώμαθ' ἑστίας E.Andr.593, de pers., Plu.2.831b, cf. Ael.NA 6.10, Arr.Epict.3.22.46.
2 que no aguanta la esclavitud, no esclavo ὁ σοφὸς ἀδουλότερος Ph.2.451 (cód.).
Greek Monotonic
ἄδουλος: -ον, αυτός που δεν υπηρετείται από δούλους, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἄδουλος: 1) не охраняемый или не обслуживаемый рабами (δώματα Eur.);
2) не владеющий рабами (ἄ. καὶ ἀνέστιοιος καὶ ἄοικος Plut.).