ἄκαρι: Difference between revisions
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
(6_21) |
(1) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄκαρι''': τό, [[εἶδος]] ζῳυφίου σμικροτάτου, συνήθως ἐν τῷ κηρῷ εὑρισκομένου, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 5. 32, 2. | |lstext='''ἄκαρι''': τό, [[εἶδος]] ζῳυφίου σμικροτάτου, συνήθως ἐν τῷ κηρῷ εὑρισκομένου, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 5. 32, 2. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄκαρι:''' τό червячок, личинка или клещ Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:40, 31 December 2018
Greek (Liddell-Scott)
ἄκαρι: τό, εἶδος ζῳυφίου σμικροτάτου, συνήθως ἐν τῷ κηρῷ εὑρισκομένου, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 5. 32, 2.
Russian (Dvoretsky)
ἄκαρι: τό червячок, личинка или клещ Arst.