ἀκατάπαυστος: Difference between revisions
ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here
(2) |
(1) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀκατάπαυστος:''' -ον (καταπαύομαι), αυτός που δεν μπορεί να σταματήσει, να διακόψει [[κάτι]], να παύσει την [[εκτέλεση]] ενός πράγματος, <i>τινός</i>, σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''ἀκατάπαυστος:''' -ον (καταπαύομαι), αυτός που δεν μπορεί να σταματήσει, να διακόψει [[κάτι]], να παύσει την [[εκτέλεση]] ενός πράγματος, <i>τινός</i>, σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀκατάπαυστος:''' <b class="num">1)</b> непрерывный, нескончаемый, неунимающийся (στάσεις Polyb.; [[ὁρμή]] Diod.; ἀ. ἁμαρτίας NT);<br /><b class="num">2)</b> постоянный, пожизненный ([[ἀρχή]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 15:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A not to be set at rest, incessant, Plb.4.17.4, D.S.11.67, etc.; that cannotceasefrom, τινός 2 Ep.Pet.2.14. Adv. -τως Sch.A.R.1.1001. II not to be checked, irresistible, PMag.Par.1.2364.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκατάπαυστος: -ον, ὅστις δὲν δύναται νὰ ἀναπαυθῇ, ἀδιάλειπτος, Πολύβ. 4. 17, 4, κτλ.: ὅ,τι δὲν δύναται νὰ καταπαύσῃ τις, μ. γεν. ἀκαταπαύστους ἁμαρτίας, μὴ παυομένους ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας, Ἐπ. Πέτρ. Β΄, β΄, 14. - Ἐπίρρ. -τως, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. 1. 1002.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans fin ; ἀκατάπαυστος ἀρχή pouvoir à vie.
Étymologie: ἀ, καταπαύω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1incesante ἀκατάπαυστοι στάσεις continuas disensiones Plb.4.17.4, συμφορά Plu.2.114e, ἔρως μανικὸς καὶ ἀ. Suppl.Mag.41.12
•neutr. adv. incesantemente, sin parar Thdr.Samothr.1, Sch.A.R.4.923, PMag.4.2365, c. gen. ὀφθαλμοὶ ... ἀκατάπαυστοι ἁμαρτίας ojos que no cesan de pecar 2Ep.Petr.2.14
•eterno, inextinguible πῦρ Clem.Al.Paed.3.11.83.
2 fig. que no puede ser parado, irresistible ὁρμή D.S.11.67.
II adv. -ως incesantemente, sin fin Chrysipp.Log.12.27, Corn.ND 15, Ar.Did.37
•eternamente Cyr.Al.M.77.1136A.
English (Abbott-Smith)
- † ἀκατάπαυστος, -ον (< καταπαύω),
that cannot cease, not to be restrained: c. gen. rei, II Pe 2:14, T, Tr. txt. †
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and a derivative of καταπαύω; unrefraining: that cannot cease.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκατάπαυστος, -ον) (νεοελλ. και ακατάπαυτος, -η, -ο) καταπαύω
ο ασταμάτητος, ο συνεχής
«ακατάπαυστοι πόνοι»
αρχ.
«ἀκατάπαυστοι στάσεις» (Πολύβ. 4, 17, 4)
αρχ.
1. αυτός που δεν μπορεί να απομακρυνθεί, να κάνει αποχή από κάτι
«ὀφθαλμοὺς ἔχοντας μεστοὺς μοιχαλίδος καὶ ἀκαταπαύστους ἀμαρτίας» (ΚΔ Επιστ. Πέτρου 2, 2, 14)
2. ο ακατάσχετος, ο αχαλίνωτος.
Greek Monotonic
ἀκατάπαυστος: -ον (καταπαύομαι), αυτός που δεν μπορεί να σταματήσει, να διακόψει κάτι, να παύσει την εκτέλεση ενός πράγματος, τινός, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ἀκατάπαυστος: 1) непрерывный, нескончаемый, неунимающийся (στάσεις Polyb.; ὁρμή Diod.; ἀ. ἁμαρτίας NT);
2) постоянный, пожизненный (ἀρχή Plut.).