ἀληθόμαντις: Difference between revisions
From LSJ
Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)
(2) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀληθόμαντις:''' ὁ, ἡ, ο [[προφήτης]] της αλήθειας, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἀληθόμαντις:''' ὁ, ἡ, ο [[προφήτης]] της αλήθειας, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀληθόμαντις:''' εως ὁ и ἡ истинный прорицатель Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:52, 31 December 2018
English (LSJ)
εως ὁ, ἡ,
A prophet of truth, A.Ag.1241, Ph.2.176.
German (Pape)
[Seite 94] ἡ, Wahrheitsprophetin, Cassandra, Aesch. Ag. 1214.
Greek (Liddell-Scott)
ἀληθόμαντις: ὁ, ἡ, ὁ προφητεύων τὴν ἀλήθειαν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1341· πρβλ. κακόμαντις.
French (Bailly abrégé)
εως (ὁ) :
prophète de vérité.
Étymologie: ἀληθής, μάντις.
Spanish (DGE)
-εως
• Prosodia: [ᾰ-]
profeta verídico A.A.1241, Ph.2.176.
Greek Monolingual
ἀληθόμαντις, ο, η (Α)
ο μάντης της αλήθειας, αυτός που προφητεύει την αλήθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀληθὴς + μάντις.
Greek Monotonic
ἀληθόμαντις: ὁ, ἡ, ο προφήτης της αλήθειας, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀληθόμαντις: εως ὁ и ἡ истинный прорицатель Aesch.