ἀμφιπένομαι: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφιπένομαι:''' αποθ., ενασχολούμαι με [[κάτι]], έχω τη [[φροντίδα]] κάποιου, με αιτ., σε Όμηρ.· <i>τὸν οὐ κύνες ἀμφεπένοντο</i>, <i>δεν</i> τον κατεσπάραξαν τα σκυλιά, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἀμφιπένομαι:''' αποθ., ενασχολούμαι με [[κάτι]], έχω τη [[φροντίδα]] κάποιου, με αιτ., σε Όμηρ.· <i>τὸν οὐ κύνες ἀμφεπένοντο</i>, <i>δεν</i> τον κατεσπάραξαν τα σκυλιά, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμφιπένομαι:''' <b class="num">1)</b> хлопотать вокруг, ухаживать, окружать заботой (τινα Hom.): δῶρα ἀ. Hom. приготовлять дары;<br /><b class="num">2)</b> пожирать, растерзывать (sc. νέκυν Hom.).
}}
}}