ἀναφράζομαι: Difference between revisions

From LSJ

ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν ἀποθνήσκει νέος → he whom the gods love dies young, only the good die young

Source
(2)
(1)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναφράζομαι:''' Επικ. αορ. αʹ <i>-εφρασσάμην</i> — Μέσ., έχω [[επίγνωση]] κάποιου πράγματος, [[αντιλαμβάνομαι]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ἀναφράζομαι:''' Επικ. αορ. αʹ <i>-εφρασσάμην</i> — Μέσ., έχω [[επίγνωση]] κάποιου πράγματος, [[αντιλαμβάνομαι]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναφράζομαι:''' поэт. [[ἀμφράζομαι]] узнавать, замечать (τι Hom.).
}}
}}

Revision as of 16:20, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 214] = wieder betrachten oder erkennen, Od. 19, 391 μή ἑ λαβοῦσα οὐλὴν ἀμφράσσαιτο.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναφράζομαι: μέσ., ἐπιγινώσκω, ἀναγνωρίζω, μὴ .. οὐλὴν ἀμφράσσαιτο Ὀδ. Τ. 391· τὸ ἐνεργ. ἀπαντᾷ παρ’ Εὐναπ. σ. 67, «πρὸς πολλοὺς ἀναφράζων ἐν ἐπιστολαῖς», δηλ. ἐκτιθέμενος.

French (Bailly abrégé)

ao. opt. sync. 3ᵉ sg. ἀμφράσσαιτο;
reconnaître.
Étymologie: ἀνά, φράζομαι.

English (Autenrieth)

aor. opt. ἀμφράσσαιτο: remark again, recognize, Od. 19.391†.

Greek Monotonic

ἀναφράζομαι: Επικ. αορ. αʹ -εφρασσάμην — Μέσ., έχω επίγνωση κάποιου πράγματος, αντιλαμβάνομαι, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναφράζομαι: поэт. ἀμφράζομαι узнавать, замечать (τι Hom.).