ἀνασκευαστικός: Difference between revisions
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
(4) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀνασκευαστικός]], -ή, -όν)<br />ο [[ικανός]] ή [[κατάλληλος]] να ανασκευάζει. | |mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀνασκευαστικός]], -ή, -όν)<br />ο [[ικανός]] ή [[κατάλληλος]] να ανασκευάζει. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνασκευαστικός:''' <b class="num">1)</b> разрушительный, разрушающий (τινος Sext.);<br /><b class="num">2)</b> опровергающий, служащий для опровержения (τόποι Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 16:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A destructive, in Logic, ἀ. τόποι Arist.Top.152b37. Adv. -κῶς destructively, by way of refutation, Id.APr.52a38. 2 c. gen., destructive of, ἀλλήλων S.E.M.8.196. II restorative, curative, Sor.2.50, Dsc. 1.33. Adv. -κῶς Herod. Med. ap. Orib.5.30.17.
German (Pape)
[Seite 207] 1) widerlegend, Arist. top. 2, 2; Theon progymn. 3. – 2) zum Wiederherstellen geschickt.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνασκευαστικός: -ή, -όν, ὁ κατάλληλος ἢ ἁρμόδιος πρὸς ἀνασκευὴν ἢ ἀναίρεσιν, ἐν τῇ λογικῇ, ἀνασκευαστικοὶ τόποι Ἀριστ. Τοπ. 7. 2: ― Ἐπίρρ. -κῶς, ἀνασκευαστικῶς δείκνυται ὁ αὐτ. Ἀναλυτ. Πρ. 1. 46, 13. 2) μετὰ γεν. καταστρεπτικός τινος, ἀλλήλων Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 8. 196.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1destructivoop. κατασκευαστικός: ἀ. τόπος Arist.Top.152b37
•c. gen. ἀ. ἀλλήλων αἰτίας S.E.M.8.196
•en ret. forense de una definición refutatorio e.d. que no admite una disyuntiva al negar el cargo de la acusación, Fortunat.Rh.91.7.
2 curativo subst. τὰ ἀ. Sor.128.10, Dsc.1.33.
II adv. -ῶς
1 destructivamente δείκνυται Arist.APr.52a38.
2 con métodos terapéuticos Herod.Med. en Orib.5.30.17.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀνασκευαστικός, -ή, -όν)
ο ικανός ή κατάλληλος να ανασκευάζει.
Russian (Dvoretsky)
ἀνασκευαστικός: 1) разрушительный, разрушающий (τινος Sext.);
2) опровергающий, служащий для опровержения (τόποι Arst.).