ἀνεπιστρεφής: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
(4)
(1)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνεπιστρεφής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> [[αμελής]], [[αδιάφορος]]<br /><b>2.</b> [[αμείλικτος]], [[αδυσώπητος]].
|mltxt=[[ἀνεπιστρεφής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> [[αμελής]], [[αδιάφορος]]<br /><b>2.</b> [[αμείλικτος]], [[αδυσώπητος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνεπιστρεφής:''' безразличный, равнодушный (τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων Plut.).
}}
}}

Revision as of 16:31, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεπιστρεφής Medium diacritics: ἀνεπιστρεφής Low diacritics: ανεπιστρεφής Capitals: ΑΝΕΠΙΣΤΡΕΦΗΣ
Transliteration A: anepistrephḗs Transliteration B: anepistrephēs Transliteration C: anepistrefis Beta Code: a)nepistrefh/s

English (LSJ)

ές, = foreg.,

   A ἀ. τινος careless of, Placit.1.7.7; inexorable, τὸ ἀ. τῆς δίκης Corn.ND21.

German (Pape)

[Seite 225] ές, dass., Plut. plac. phil. 1, 7 M.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπιστρεφής: -ές, = τῷ προηγ., ἀν. τινος, ἀμελής τινος, ἀδιάφορος πρός τι, Πλούτ. 2. 881Β: - ἄκαμπτος, ἀμείλικτος, Ἰουστῖν. Μ.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
indifférent à, gén..
Étymologie: ἀ, ἐπιστρέφω.

Spanish (DGE)

-ές
1 desdeñoso, que no se preocupa τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων Placit.1.7.7.
2 subst. τὸ ἀ. inexorabilidad τῆς δίκης Corn.ND 21.

Greek Monolingual

ἀνεπιστρεφής, -ές (Α)
1. αμελής, αδιάφορος
2. αμείλικτος, αδυσώπητος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεπιστρεφής: безразличный, равнодушный (τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων Plut.).