ἀναθετέον: Difference between revisions
τὸ δανείζεσθαι τῆς ἐσχάτης ἀφροσύνης καὶ μαλακίας ἐστίν → being in debt is a mark of extreme folly and moral weakness (Plutarch, On Avoiding Debt 829F3)
(2) |
(1) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀναθετέον:''' ρημ. επίθ. του [[ἀνατίθημι]], αυτό που πρέπει να αποδώσει [[κάποιος]], <i>τί τινι</i>, σε Πλάτ. | |lsmtext='''ἀναθετέον:''' ρημ. επίθ. του [[ἀνατίθημι]], αυτό που πρέπει να αποδώσει [[κάποιος]], <i>τί τινι</i>, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀναθετέον:''' Plat., Plut. adj. verb. к [[ἀνατίθημι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:33, 31 December 2018
English (LSJ)
(ἀνατίθημι)
A one must put off, Pl.Lg.935e; ἀ. τὴν ἄμυναν εἰς τὸν χρόνον Plu.2.817c. II one must ascribe, τίτινι Pl.Mx.240e.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναθετέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἀνατίθημι· δεῖ ἀνατιθέναι, πρέπει νὰ ἀναβάλλῃ τις, Πλάτ. Νόμ. 935Ε. II. = ἀποδοτέον, πρέπει τις ν’ ἀποδίδῃ ἢ ν’ ἀποδώσῃ, τί τινι ὁ αὐτ. Μενέξ. 240Ε.
Spanish (DGE)
I c. ac. y dat.
1 hay que consagrar o dedicar τῷ θεῷ τὴν ἰδίαν ἀ. ἰσχύν Cyr.Al.M.72.204A.
2 hay que imputar o atribuir τῶν ἐνδείων ἃς ... τοῖς δημιουργοῦσιν ἀ. Hp.de Arte 8, τὰ μὲν οὖν ἀριστεῖα τῷ λόγῳ ἐκεῖνοις ἀ. Pl.Mx.240e, cf. Plot.4.4.31.
II sólo c. ac. hay que diferir τοῦτο μὲν οὖν οὐδαμῶς ἀ. Pl.Lg.935e, ἀ. οὖν τὴν ἄμυναν εἰς τὸν χρόνον Plu.2.817c.
Greek Monotonic
ἀναθετέον: ρημ. επίθ. του ἀνατίθημι, αυτό που πρέπει να αποδώσει κάποιος, τί τινι, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀναθετέον: Plat., Plut. adj. verb. к ἀνατίθημι.