ἀπεψία: Difference between revisions
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
(5) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[ἀπεψία]]) [[άπεπτος]]<br />κακή [[πέψη]], [[δυσπεψία]]. | |mltxt=η (AM [[ἀπεψία]]) [[άπεπτος]]<br />κακή [[πέψη]], [[δυσπεψία]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπεψία:''' ἡ тж. pl. дурное пищеварение, несварение Arst., Plut., Sext. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ, (ἄπεπτος)
A indigestion, etc.; δι' ἀπεψίαν Arist.PA668b8: in pl., Id.Mete.381b9, Plu.2.127d, Gal.8.34, S.E.P.1.131.
German (Pape)
[Seite 290] ἡ, Unverdaulichkeit, Arist. meteor. 4, 3; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπεψία: ἡ, (ἄπεπτος), ἔλλειψις πέψεως, ἀχωνευσία, Κωμ. Ἀνών. 59, Ἀριστ., κτλ.· δι’ ἀπεψίαν ὁ αὐτ. π. Ζ. μορ. 3. 5, 14· καὶ ἐν τῷ πληθ. ὁ αὐτ. Μετεωρ. 4. 3, 21, Σέξτ. Ἐμπειρ. Π. 1. 131.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
medic. falta de cocción, crudeza, indigestión ἐκ περιόδου καὶ πότου ἀπεψίη Hp.Epid.7.109, χωρὶς ἀπεψίης Hp.Coac.448, ἡ μαλακία ... ἐστι ἐξ ἀπεψίας Arist.Pr.959b23, διὰ τὴν ἀπεψίαν γίνεται διάρροια Arist.GA 728a22, cf. PA 668b8, ἀπεψίαι ἔνιαι ὅμοιαι τῇ μολύνσει Arist.Mete.381b9, ἀπεψίαν ἔχοντες Plu.2.125e, cf. 2.127d, ἀπεψίαις χρώμενος IG 42.126.3 (Epidauro II d.C.), ἐν ταῖς τοιαύταις ἀπεψίαις Gal.8.34, διά ... τε ἀπεψιῶν καὶ χολερικῶν παθῶν S.E.P.1.131, διαλέγεσθαι περὶ ἀπεψίας Hierocl.Facet.94, cf. Sm.Nu.11.20
•c. gen. ἀ. τῆς ἐν τῷ περικαρπίῳ τροφῆς Arist.Mete.380a28, cf. Heph.Astr.2.36.22, ἀ. τῶν εἰσφερομένων Arist.Pr.862b5.
Greek Monolingual
η (AM ἀπεψία) άπεπτος
κακή πέψη, δυσπεψία.
Russian (Dvoretsky)
ἀπεψία: ἡ тж. pl. дурное пищеварение, несварение Arst., Plut., Sext.