ἀπόσκηνος: Difference between revisions

From LSJ

ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)

Source
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπόσκηνος:''' -ον ([[σκηνή]]), αυτός που κατασκηνώνει [[χωριστά]], που ζει και τρέφεται [[μόνος]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀπόσκηνος:''' -ον ([[σκηνή]]), αυτός που κατασκηνώνει [[χωριστά]], που ζει και τρέφεται [[μόνος]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπόσκηνος:''' живущий отдельно Xen.
}}
}}

Revision as of 17:02, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόσκηνος Medium diacritics: ἀπόσκηνος Low diacritics: απόσκηνος Capitals: ΑΠΟΣΚΗΝΟΣ
Transliteration A: apóskēnos Transliteration B: aposkēnos Transliteration C: aposkinos Beta Code: a)po/skhnos

English (LSJ)

ον, (σκηνή)

   A encamping apart, living and messing alone, opp. σύσσιτος, Id.Cyr.8.7.14.

German (Pape)

[Seite 324] (σκηνή), getrennt wohnend, nicht mit Andern zusammenlebend, Ggstz σύσσιτος Xen. Cyr. 8, 7, 14.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόσκηνος: -ον, (σκηνὴ) ὁ κατασκηνῶν χωριστά, ὁ ζῶν καὶ τρεφόμενος κατ’ ἰδίαν, ἀντιθέτως πρὸς τὸ σύσσιτος, Ξεν. Κύρ. 8. 7, 14.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui vit à part, litt. sous une tente à part.
Étymologie: ἀπό, σκηνή.

Spanish (DGE)

-ον
que es de otra tienda οἰκειότεροι ... σύσσιτοι ἀποσκήνων son más familiares los compañeros que los de otra tienda X.Cyr.8.7.14.

Greek Monolingual

ἀπόσκηνος, -ον (Α)
αυτός που στρατοπεδεύει χωριστά, που ζει και σιτίζεται μόνος του.

Greek Monotonic

ἀπόσκηνος: -ον (σκηνή), αυτός που κατασκηνώνει χωριστά, που ζει και τρέφεται μόνος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόσκηνος: живущий отдельно Xen.