ἀπόμυξις: Difference between revisions

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
(5)
(1)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπόμυξις]], η (Α) [[απομύσσω]]<br />το να βγάζει [[κανείς]] τη [[μύξα]] του.
|mltxt=[[ἀπόμυξις]], η (Α) [[απομύσσω]]<br />το να βγάζει [[κανείς]] τη [[μύξα]] του.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπόμυξις:''' εως ἡ сморкание ([[πτύσις]] τε καὶ ἀ. Plut.).
}}
}}

Revision as of 17:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόμυξις Medium diacritics: ἀπόμυξις Low diacritics: απόμυξις Capitals: ΑΠΟΜΥΞΙΣ
Transliteration A: apómyxis Transliteration B: apomyxis Transliteration C: apomyksis Beta Code: a)po/mucis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A blowing one's nose, Plu.2.1084c.

German (Pape)

[Seite 316] ἡ, das Ausschneuzen, Plut. adv. St. 45.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόμυξις: -εως, ἡ, τὸ ἀπομύττεσθαι, πτύσιν καὶ ἀπόμυξιν Πλούτ. 2. 1084C.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de se moucher.
Étymologie: ἀπομύσσομαι.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
moqueo καὶ βῆχα ... καὶ ἀπόμυξιν καὶ τὰ λοιπά Plu.2.1084c.

Greek Monolingual

ἀπόμυξις, η (Α) απομύσσω
το να βγάζει κανείς τη μύξα του.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόμυξις: εως ἡ сморкание (πτύσις τε καὶ ἀ. Plut.).