ἄπωσις: Difference between revisions
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
(3) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄπωσις:''' -εως, ἡ ([[ἀπωθέω]]), [[απώθηση]], [[απέλαση]], [[απόκρουση]], [[εκτοπισμός]], σε Θουκ. | |lsmtext='''ἄπωσις:''' -εως, ἡ ([[ἀπωθέω]]), [[απώθηση]], [[απέλαση]], [[απόκρουση]], [[εκτοπισμός]], σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄπωσις:''' εως ἡ отталкивание ([[ἕλξις]] καὶ ἄ. Arst.): διὰ τὴν τοῦ ἀνέμου ἄπωσιν αὐτῶν ἐς τὸ [[πέλαγος]] Thuc. так как ветер уносил их в море. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:12, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A thrusting or driving away, διὰ τὴν τοῦ ἀνέμου ἄπωσιν αὐτῶν Th.7.34, cf. Aret.SD1.14. 2 repulsion, opp. ἕλξις, Arist.Ph.243a19.
German (Pape)
[Seite 342] ἡ, Wegstoßen, Forttreiben, διὰ τὴν τοῦ ἀνέμου ἄπωσιν αὐτῶν Thuc. 7, 34.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de repousser.
Étymologie: ἀπωθέω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 empuje διὰ τὴν τοῦ ἀνέμου ἄπωσιν αὐτῶν ἐς τὸ πέλαγος Th.7.34
•empujón op. ἔπωσις Arist.Ph.243a19.
2 compresión ἄλλοτε δὲ τῇ κοιλίῃ ἅπας (σπλήν) ἐπαιώρηται τῇδε κἀκεῖσε πρὸς τὰς ἀπώσιας Aret.SD 1.14.2.
Greek Monotonic
ἄπωσις: -εως, ἡ (ἀπωθέω), απώθηση, απέλαση, απόκρουση, εκτοπισμός, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἄπωσις: εως ἡ отталкивание (ἕλξις καὶ ἄ. Arst.): διὰ τὴν τοῦ ἀνέμου ἄπωσιν αὐτῶν ἐς τὸ πέλαγος Thuc. так как ветер уносил их в море.