ἀπόσκοπος: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἀπόσκοπος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[ιδιόρρυθμος]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που σημαδεύει από [[ψηλά]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] που δεν πετυχαίνει τον στόχο. | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἀπόσκοπος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[ιδιόρρυθμος]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που σημαδεύει από [[ψηλά]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] που δεν πετυχαίνει τον στόχο. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπόσκοπος:''' Emped. = [[ἀποσκόπιος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A erring from the mark, οὐκ . . ἀ. οὐδ' ἀδαήμων Emp.62.3. II beholding from afar, Hsch.
German (Pape)
[Seite 325] 1) von fern, od. von obenher betrachtend, spähend, Empedocl. 197. – 2) das Ziel verfehlend, unzweckmäßig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόσκοπος: -ον, ὁ ἁμαρτάνων τοῦ σκοποῦ, οὐ γὰρ μῦθος ἀπόσκοπος οὐδ’ ἀδαήμων Ἐμπεδ. 197. ΙΙ. «ἀπόσκοπος· ἄνωθεν σκοπῶν» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui manque le but.
Étymologie: ἀπό, σκοπός.
Spanish (DGE)
-ον
1 apartado del blanco οὐ γὰρ μῦθος ἀπόσκοπος οὐδ' ἀδαήμων Emp.B 62.3.
2 que observa desde lejos Hsch.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἀπόσκοπος, -ον)
νεοελλ.
ο ιδιόρρυθμος
μσν.
αυτός που σημαδεύει από ψηλά
αρχ.
εκείνος που δεν πετυχαίνει τον στόχο.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόσκοπος: Emped. = ἀποσκόπιος.