ἀωρόνυκτος: Difference between revisions
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀωρόνυκτος:''' -ον ([[νύξ]]), [[μεσονύκτιος]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἀωρόνυκτος:''' -ον ([[νύξ]]), [[μεσονύκτιος]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀωρόνυκτος:''' полуночный, поздний ([[ἀμβόαμα]] Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A at midnight, ἀ. ἀμβόαμα ἔλακε A.Ch.34 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀωρόνυκτος: -ον, (νὺξ) μεσονύκτιος, ἀωρόνυκτον ἀμβόαμα, Λατ. intempesta nocte, Αἰσχύλ. Xο. 34· πρβλ. ἀωρί.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se fait à une heure indue de la nuit.
Étymologie: ἄωρος, νύξ.
Spanish (DGE)
-ον
que sucede a altas horas de la noche ἀωρόνυκτα ἀμβόαμα μυχόθεν ἔλακε A.Ch.34.
Greek Monolingual
ἀωρόνυκτος, -ον (Α)
1. ο μεσονύχτιος (φρ., «ἀωρόνυκτον ἀμβόαμα ἔλακε» — έσκουξε τα μεσάνυχτα, Αισχύλ.).
Greek Monotonic
ἀωρόνυκτος: -ον (νύξ), μεσονύκτιος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀωρόνυκτος: полуночный, поздний (ἀμβόαμα Aesch.).