γλάμων: Difference between revisions
πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''γλάμων:''' [ᾰ], -ον, ο «[[τσιμπλιάρης]]», σε Αριστοφ. | |lsmtext='''γλάμων:''' [ᾰ], -ον, ο «[[τσιμπλιάρης]]», σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γλάμων:''' ωνος (ᾰ) adj. с гноящимися глазами Arph., Lys. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:04, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A = γλᾰμυρός, Ar.Ra.588, Ec.254, Eup.9, Lys.14.25.
Greek (Liddell-Scott)
γλάμων: -ον, = γλᾰμυρός, Ἀριστοφ. Βατρ. 588, Ἐκκλ. 254, Εὔπολ. Αἰξὶ 14, Λυσίας 142. 4.
French (Bailly abrégé)
ωνος (ὁ, ἡ)
chassieux.
Étymologie: DELG t. pop. d’étym. incert.
Spanish (DGE)
-ωνος, ὁ
pitañoso, legañoso epít. despect. de personajes ridiculizados en la comedia, Ar.Ra.588, Ec.254, Eup.9, Lys.14.25.
• Etimología: Quizá rel. lituan. glêmės ‘mucosidad’, alb. ngl’omë ‘húmedo’.
Greek Monolingual
γλάμων, -ον (Α)
ο γλαμυρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γλάμων (καθώς και οι παράλληλοί του γλαμυρός και γλαμώδης) προήλθε από τη γλώσσα του Ησύχ. «γλάμος
μύξα», κατά τα επίθετα σε -ων (πρβλ. στράβων, τρήρων κ.ά.). Πρόκειται για τεχνικούς όρους αβέβαιης ετυμολ. Συνδέονται ίσως με λιθ. glēmės, gleimės «βλέννα, φλέμα», αγγλ. clemmy «κολλώδης», αλβ. ngl’οme «υγρός». Το λατ. glamae «τσίμπλα» είναι πιθ. δάνειο από την Ελληνική].
Greek Monotonic
γλάμων: [ᾰ], -ον, ο «τσιμπλιάρης», σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
γλάμων: ωνος (ᾰ) adj. с гноящимися глазами Arph., Lys.