βόσις: Difference between revisions

From LSJ

ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver

Source
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βόσις:''' -εως, ἡ ([[βόσκω]]), [[φαγητό]], [[τροφή]], [[βορά]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''βόσις:''' -εως, ἡ ([[βόσκω]]), [[φαγητό]], [[τροφή]], [[βορά]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''βόσις:''' εως ἡ [[βόσκω]] пища, корм (ἰχθύσι Hom.).
}}
}}

Revision as of 18:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βόσις Medium diacritics: βόσις Low diacritics: βόσις Capitals: ΒΟΣΙΣ
Transliteration A: bósis Transliteration B: bosis Transliteration C: vosis Beta Code: bo/sis

English (LSJ)

εως, ἡ, (βόσκω)

   A food, fodder, ἰχθύσι Il.19.268; οἰωνοῖς καὶ θηρσί Q.S.1.329; β. καὶ τροφή Porph.Antr.15.

German (Pape)

[Seite 454] ἡ, Fraß, Weide, Il. 19, 268 (ἅπαξ εἰρημ.) u. sp. D.; Qu. Sm. 1, 327 Opp. 3, 174.

Greek (Liddell-Scott)

βόσις: -εως, ἡ, (βόσκω) τροφή, βορά, βοσκή, ἰχθύσι Ἰλ. Τ. 268· οἰωνοῖς καὶ θηρσὶ Κόϊντ. Σμ. 1. 329.

French (Bailly abrégé)

εως, épq. ιος (ἡ) :
pâture, nourriture (pour les animaux).
Étymologie: βόσκω.

English (Autenrieth)

(βόσκω): food; ἰχθύσιν, Il. 19.268†.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
comida, pasto, cebo para anim., c. dat. ἰχθύσιν Il.19.268, οἰωνοῖς ... καὶ θηρσί Q.S.1.329, cf. Porph.Antr.15, c. gen. κυνῶν β. ... ἠδ' οἰωνῶν Q.S.5.441.

Greek Monolingual

βόσις, η (Α)
τροφή, βοσκή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) βο-, βόσκω.

Greek Monotonic

βόσις: -εως, ἡ (βόσκω), φαγητό, τροφή, βορά, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

βόσις: εως ἡ βόσκω пища, корм (ἰχθύσι Hom.).