γουνόομαι: Difference between revisions
πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''γουνόομαι:''' συνηρ. -οῦμαι, αποθ. μόνο στον ενεστ. και παρατ. = [[γουνάζομαι]], σε Όμηρ. | |lsmtext='''γουνόομαι:''' συνηρ. -οῦμαι, αποθ. μόνο στον ενεστ. και παρατ. = [[γουνάζομαι]], σε Όμηρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γουνόομαι:''' Hom., Anacr. = [[γουνάζομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:08, 31 December 2018
English (LSJ)
(also -έομαι, Hsch.), contr. -οῦμαι,
A = γουνάζομαι, only pres. and impf., γουνοῦμαι Il.21.74, Od.6.149, Archil.75, Anacr.1.1, etc.; γουνούμην Od.11.29; γουνοῦσθαι 10.521; γουνούμενος 4.433, etc.
German (Pape)
[Seite 503] = γουνάζομαι, welches vgl.; Hom.γουνοῦμαι Iliad. 21, 74 Odyss. 6, 149. 22, 312. 344, γουνούμενος Iliad. 9, 583. 15, 660 Odyss. 4, 433, γουνούμενοι Iliad. 22, 240, γουνοῦσθαι Odyss. 10, 521, γουνούμην Odyss. 11, 29. – Archil. 36; Anacr. 65, 1.
Greek (Liddell-Scott)
γουνόομαι: συνῃρ. –οῦμαι· ἀποθ.― Ἐπ., ὡς τὸ γουνάζομαι, μόνον ἐν χρήσει κατ᾿ ἐνεστ. καὶ παρατ., γουνοῦμαι Ἰλ. Φ. 74, Ὀδ. Ζ. 149, κτλ.· γουνούμην Λ. 29· γουνοῦσθαι Κ. 521· γουνούμενος Δ. 433, κτλ.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
c. γουνάζομαι.
English (Autenrieth)
(γόνυ)=γουνάζομαι, q. v.; foll. by fut. inf. from the sense of ‘vowing’ implied, Od. 10.521. (See cut, from ancient gem, representing Dolon and Ulysses.)
Spanish (DGE)
• Morfología: sólo tema pres., v. tb. γουνάζομαι
suplicar cogiendo por las rodillas c. ac. de la pers. a quien se implora υἱόν Il.9.583, ἄνδρα ἕκαστον Il.15.660, γουνοῦμαί σ', Ἀχιλεῦ Il.21.74, cf. Od.6.149, 22.312, 344, Anacr.1.1, Luc.ITr.1, AP 7.476.9 (Mel.), EM 239.2G.
•c. or. de inf. γουνοῦτο δ' ἀπήμονας εἶναι ἀρωγούς A.R.2.1274
•abs. ser suplicante καί μοι σύμμαχος γουνουμένῳ ἵλαος γενεῦ Archil.217.1.
Greek Monotonic
γουνόομαι: συνηρ. -οῦμαι, αποθ. μόνο στον ενεστ. και παρατ. = γουνάζομαι, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
γουνόομαι: Hom., Anacr. = γουνάζομαι.