δελφύς: Difference between revisions

From LSJ

Γίνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν, ὅπου τρέχεις → Quo curras, animum advertere usque memineris → Mach mit Bedacht dir klar, an welchem Ort du läufst

Menander, Monostichoi, 82
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δελφύς:''' -ύος, ἡ, [[μήτρα]], σε Αριστ. (αμφίβ. προέλ., από όπου <i>ἀ-[[δελφός]]</i>).
|lsmtext='''δελφύς:''' -ύος, ἡ, [[μήτρα]], σε Αριστ. (αμφίβ. προέλ., από όπου <i>ἀ-[[δελφός]]</i>).
}}
{{elru
|elrutext='''δελφύς:''' ύος ἡ (= [[ὑστέρα]]) анат. матка Arst.
}}
}}

Revision as of 18:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δελφύς Medium diacritics: δελφύς Low diacritics: δελφύς Capitals: ΔΕΛΦΥΣ
Transliteration A: delphýs Transliteration B: delphys Transliteration C: delfys Beta Code: delfu/s

English (LSJ)

ύος, ἡ,

   A womb, Hp.Steril.222, Arist.HA510b13, Ath.9.375a:—Dor. δελφύα, ἡ, acc. to Greg.Cor.p.344S.

German (Pape)

[Seite 544] ύος, ἡ, die Gebärmutter, Hippocr. u. Folgende.

Greek (Liddell-Scott)

δελφύς: -ύος, ἡ, ἡ μήτρα, Ἱππ. 680. 13, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 3. 1, 21· Δωρ. δελφύα, ἡ, κατὰ τὸν Γρηγ. Κορ. 344. (Ἐντεῦθεν ἀδελφός).

French (Bailly abrégé)

ύος (ἡ) :
matrice.
Étymologie: DELG terme indo-iranien désignant le « petit d’un animal ».

Greek Monolingual

δελφύς (-ύος), η (Α)
η μήτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δελφύς ανάγεται σε ιν δοευρ. gwelbh- «μήτρα, νεαρό ζώο», με αρχικό χειλοϋπερωικό φθόγγο, και συνδέεται με αβεστ. g∂r∂buš-, ουδ. με θέμα σε -ς και συνεσταλμένη βαθμίδα ρίζας. Απαντά εξάλλου και τ. δολφός
«η μήτρα» (Ησύχ.), που συνδέεται με αρχ. ινδ. garbha-, αβεστ. gar∂wa- με ετεροιωμένη βαθμίδα θέματος (βλ. και λ. αδελφός)].

Greek Monotonic

δελφύς: -ύος, ἡ, μήτρα, σε Αριστ. (αμφίβ. προέλ., από όπου ἀ-δελφός).

Russian (Dvoretsky)

δελφύς: ύος ἡ (= ὑστέρα) анат. матка Arst.