διαζητέω: Difference between revisions

From LSJ

ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνονPlato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep

Source
(big3_11)
(1b)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[investigar]], [[examinar]] διεζήτηχ' ὅποθεν ... ἐσθίει Κλεώνυμος Ar.<i>Eq</i>.1291, τὸν πολιτικὸν ἄνδρα Pl.<i>Plt</i>.258b, ἐντιθεὶς εἰς βάθος τὴν χεῖρα χάριν τοῦ διαζητῆσαί τι τῶν ἐν αὐτῷ Gal.18(1).552, en v. pas. λόγους ἀνηῦρεν εὖ διεζητημένους Ar.<i>Th</i>.439<br /><b class="num">•</b>abs. [[realizar una investigación]], <i>POxy</i>.237.8.21, <i>PMerton</i> 101.3 (ambos II d.C.).
|dgtxt=[[investigar]], [[examinar]] διεζήτηχ' ὅποθεν ... ἐσθίει Κλεώνυμος Ar.<i>Eq</i>.1291, τὸν πολιτικὸν ἄνδρα Pl.<i>Plt</i>.258b, ἐντιθεὶς εἰς βάθος τὴν χεῖρα χάριν τοῦ διαζητῆσαί τι τῶν ἐν αὐτῷ Gal.18(1).552, en v. pas. λόγους ἀνηῦρεν εὖ διεζητημένους Ar.<i>Th</i>.439<br /><b class="num">•</b>abs. [[realizar una investigación]], <i>POxy</i>.237.8.21, <i>PMerton</i> 101.3 (ambos II d.C.).
}}
{{elru
|elrutext='''διαζητέω:''' <b class="num">1)</b> рассматривать, исследовать (τινα Plat.);<br /><b class="num">2)</b> изыскивать, выдумывать (ποικίλους λόγους Arph.).
}}
}}

Revision as of 18:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαζητέω Medium diacritics: διαζητέω Low diacritics: διαζητέω Capitals: ΔΙΑΖΗΤΕΩ
Transliteration A: diazētéō Transliteration B: diazēteō Transliteration C: diaziteo Beta Code: diazhte/w

English (LSJ)

   A search through, examine, Ar.Eq.1292, Pl.Plt.258b, etc.    II seek out, invent, λόγους εὖ διεζητημένους Ar.Th. 439.

Greek (Liddell-Scott)

διαζητέω: μέλλ. -ήσω, ζητῶ ἐπιμελῶς, ἐξετάζω ἀκριβῶς, Εὔπολ. (;) ἐν Meineke Κωμ. Ἀποσπ. 2. 577, Πλάτ. Πολιτ. 258Β. ΙΙ. εὑρίσκω, ἐφευρίσκω, λόγους Ἀριστοφ. Θεσμ. 439.

Spanish (DGE)

investigar, examinar διεζήτηχ' ὅποθεν ... ἐσθίει Κλεώνυμος Ar.Eq.1291, τὸν πολιτικὸν ἄνδρα Pl.Plt.258b, ἐντιθεὶς εἰς βάθος τὴν χεῖρα χάριν τοῦ διαζητῆσαί τι τῶν ἐν αὐτῷ Gal.18(1).552, en v. pas. λόγους ἀνηῦρεν εὖ διεζητημένους Ar.Th.439
abs. realizar una investigación, POxy.237.8.21, PMerton 101.3 (ambos II d.C.).

Russian (Dvoretsky)

διαζητέω: 1) рассматривать, исследовать (τινα Plat.);
2) изыскивать, выдумывать (ποικίλους λόγους Arph.).