δεραγχής: Difference between revisions

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
(8)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δεραγχής]], -ές (Α) [[δεράγχη]]<br />αυτός που σφίγγει τον λαιμό, ο [[πνιγηρός]].
|mltxt=[[δεραγχής]], -ές (Α) [[δεράγχη]]<br />αυτός που σφίγγει τον λαιμό, ο [[πνιγηρός]].
}}
{{elru
|elrutext='''δεραγχής:''' сдавливающий шею (πάγαι Anth.).
}}
}}

Revision as of 18:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεραγχής Medium diacritics: δεραγχής Low diacritics: δεραγχής Capitals: ΔΕΡΑΓΧΗΣ
Transliteration A: deranchḗs Transliteration B: deranchēs Transliteration C: deragchis Beta Code: deragxh/s

English (LSJ)

ές,

   A throttling, πάγαι ib.107 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 548] ές, den Hals zuschnürend, πάγαι Philp. 8 (VI, 107).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui serre le cou.
Étymologie: δέρη, ἄγχω.

Spanish (DGE)

-ές
que aprieta el cuello, que estrangula πάγαι AP 6.107 (Phil.).

Greek Monolingual

δεραγχής, -ές (Α) δεράγχη
αυτός που σφίγγει τον λαιμό, ο πνιγηρός.

Russian (Dvoretsky)

δεραγχής: сдавливающий шею (πάγαι Anth.).