διαρμόζω: Difference between revisions

1b
(4)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαρμόζω:''' ή -ττω, μέλ. <i>-σω</i>, [[διαχωρίζω]], [[εξοπλίζω]], [[διαθέτω]], [[εφοδιάζω]], σε Ευρ.
|lsmtext='''διαρμόζω:''' ή -ττω, μέλ. <i>-σω</i>, [[διαχωρίζω]], [[εξοπλίζω]], [[διαθέτω]], [[εφοδιάζω]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''διαρμόζω:''' и [[διαρμόττω]]<br /><b class="num">1)</b> разделять, распределять размещать (ἄλλον [[ἄλλοσε]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> med. слаживать, устраивать, настраивать (τι πρὸς τὸ [[μέλλον]] Polyb.; [[κιθάρα]] διηρμοσμένη πρὸς ᾠδήν Plut.).
}}
}}